βαρεˬαναθεματίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαρεˬαναθεματίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βαρεˬαναθεματίζω ἀμάρτ. βαρεˬαναθεματῶ Εὔβ. (Κύμ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. βαρεˬὰ καὶ τοῦ ρ. ἀναθεματίζω, παρ’ ὃ καὶ ἀναθεματῶ.
Σημασιολογία
Βαρέως ἀναθεματίζω, βαρέως καταρῶμαι: ᾎσμ. 'Σ οὕλα τὰ μνήματα ἔκλαιγε, ᾽ς οὕλα μοιρολογάει, ᾿ς τὸ ἔρημο τοῦ Κωσταντῆ βαρεˬαναθεματάει.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA