γκάιντα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκάιντα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γκάιντα ἡ, σύνηθ. gάιdα Α. Ρουμελ. (Καβακλ. Φιλιππούπ.) Θεσσ. (’Αετόλοφ. Ἑλληνοχώρ.) Θρᾴκ. (’Αδριανούπ. (Ἑλληνοχώρ. Καρωτ. Κόσμ. Σκοπ.) Μακεδ. (Χαλκιδ. Φυτ.) γκάιδα Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν. Αἰδηψ.) Θεσσ. (Τρίκερ.) ᾽Ικαρ. Μακεδ. (Δῖον Φλόρ.) Πελοπν. (Φιγάλ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. ’Ακαρναν. Κολάκ. Παρνασσ. Φθιῶτ.) - Α. Παπαδιαμ., Μάγισσ., 152- Λεξ. Περίδ. Μπριγκ. Μ. ᾿Εγκυκλοπ. Πρω. Δημητρ. γκάιτα Α. Ρουμελ. Μακεδ. (Βλάστ. Μοσχοπόταμ. Ρητίν.) κάιντα Προπ. (᾽Αρτάκ.) Χίος (Βροντ. Πισπιλ. Πυργ.) κάιdα Θάσ. (Θεολόγ.) Θρᾴκ. (Μυριόφ. Σηλυβρ.) Μακεδ. (Κολινδρ. Χαλκιδ.) Μύκ. γάιντα Α. Ρουμελ. (Μέγα Μοναστήρ.) γάιτα ᾿Αντίπαρ. Μακεδ. (Βλάστ.) γάιδα Κ. Οἰκονόμ. Δοκίμ., 2, 51 -Λεξ. Βλαστ. 345.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ᾿Αραβοτουρκ. gayda.
Σημασιολογία
Α) Κυριολ., τὸ γνωστὸν μουσικὸν ὄργανον ἄσκαυλος ἔνθ᾽ ἀν.: Ἡ παπποῦς ᾿Αντρέας παίζ’ πουλὺ καλὴ γκάιdα Μακεδ. (Φυτ.) Σήμιρα ’ς τοὺ χουρὸ ἔχει μούgι γκάιdα (μούgι = μόνον) Μακεδ. (Νάουσ.) Λαλάει gάιdα (λαλάει = παίζει) Α. Ρουμελ. (Καβακλ.) ’Σ τοὺ γάμου ’ς τὴ φ’λιˬὰ εἴχαμι τοὺ γκαϊτατζῆ κ᾿ ἔπιζι μὶ τὴ γκάιτα (φ’λιˬὰ = συμπόσιον) Μακεδ. (Μοσχοπόταμ.) Ἄμ’ πῶς! εἶνι ἀποὺ σόι, οὑ πατέρας τ᾿ βαράει γκάιδα (εἰρων.) Εὔβ. (Αἰδηψ.) Κι᾽ ἄ᾽ θὰ ἔχ᾽νι γκάιδις, ἄ᾿ σουραύλιˬα, ἄ᾽ ζουρνᾶδις, ἄ’ ὄργανα καλὰ (ἐκ παραμυθ.) Θεσσ. (Τρίκερ.) Καὶ εἶχε τὴν καλωσύνην νὰ τὰς ἐξυπνᾷ ἀείποτε τὸ πρωὶ διὰ τῆς παραπλησίας μὲ γκάιδα φωνῆς Α. Παπαδιαμ., Μάγισσ., 152 || ᾎσμ. Λέλιˬακα, παdέλιˬακα, κόψε μ’ τὰ πουδάριˬα σ’, νὰ τὰ κάνω gάιdα Θρᾴκ. (Κόσμ.) Συνών. ἀγγε͜ιὸ 2β, ἀγγε͜ιόπουλο 2, ἀσκάκι, ἄσκαρος, ἀσκαύλι, ἀσκί, ἀσκόδερμα, ἀσκοζαμπούνα, ἀσκομαντούρα, ἀσκοτσαμπούνα, ἀσκοτσάμπουνο, διπλοτσάμπουνο, κλωτσοτσάμπουνο, μοσκοτσάμπουνο, μποσκοτσάμπουνο, σκορτσοτσάμπουνο, τουλούμι, τσαμπούνα, τσαμπουνάσκιο, τσαμπουνοθυλάκα, τσαμπουνοθύλακας, τσαμούντα, φλασκομαντούρα, φουσκοτσαμπούνα, φουσκοτσάμπουνο. 2) Εἶδος χοροῦ παρεμφεροῦς πρὸς τὸν χασάπικον Ἤπ. (Θεσπρωτ. Κουκούλ. Πωγών.) Μακεδ. (Βλάστ.) Θά ᾽ν τσιγαρίσου τ’ γάιτα (θὰ χορεύσω πολὺ καὶ μὲ διάθεσιν) Βλάστ. Β) Μεταφ., κραυγὴ Πελοπν. (Φιγάλ.): ’Απόλυκε μιˬὰ γκάιδα ποὺ μὲ ξεκούφανε.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA