γκαϊνταζῆς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκαϊνταζῆς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γκαϊνταζῆς ὁ, Μακεδ. (Βρία Βροντ. Λιτόχ. Ριζώμ.) γκαϊδατζῆς Μακεδ. (Δῖον) Στερελλ. (Αἰτωλ.) γκαϊτατζῆς Μακεδ. (Μοσχοπόταμ. Ρητίν.) καϊντατζῆς Μακεδ. (Κολινδρ. καϊdατζῆς Θρᾴκ. (Αὐδήμ. Μυριόφ.) gαϊdαρτζῆς Βάρν. λινδρ.) γκάιντατζης Θρᾴκ. (Σκεπαστ.) Μακεδ. (Ἄσσηρ.) gάιδατζης Θρᾴκ. (Γέν.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γκάιντα καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. –τζῆς.

Σημασιολογία

Ὁ παίζων τὴν γκάινταν ἔνθ’ ἀν.: Βάρισι τὴ γκάιδα οὑ γκαϊδατζῆς Στερελλ. (Αἰτωλ.) Ὁ gάιdατζης τραγουδοῦσε ’πὲ τὴ gάιdα (’πὲ : ἀπὸ) Θρᾴκ. (Σκεπαστ.) ’Σ τοὺ γάμου ’ς τὴ φ’λιˬὰ εἴχαμι τοὺ γκαϊτατζῆ κ’ ἔπιζι μὶ τὴ γκάιτα (φ’λιˬὰ = συμπόσιον) Μακεδ. (Μοσχοπόταμ.) || Παροιμ. ’Αγάπαε ἡ Μάρω τὸ χορό, ηὗρε κιˬ ἄdρα καϊdατζῆ (ἐπὶ ἀνθρώπων ὁμοίου ποιοῦ ἢ χαρακτῆρος συνδεομένων διὰ φιλίας, συνεργασίας ἢ γάμου. Συνών. παροιμ. Κύλησε ὁ τέντζερης καὶ βρῆκε τὸ καπάκι) Θρᾴκ. (Αὐδὴμ.) Συνών. ἀσκομαντουράκης, γκαϊντάρης.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/