γοριτσάνι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γοριτσάνι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γοριτσάνι τό, ἐνιαχ. γορ᾽τσάνι Κ. Στασινοπ., Κρασί, 184 γουρ᾽τσά᾽ Στερελλ. (Αἰτωλ.) γορ᾽τσανος ὁ, Κ. Στασινοπ., Κρασί, 12 γουρ᾽τσάνους Στερελλ. (Περίστ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ τοπων. Γορίτσα.
Σημασιολογία
Εἶδος σταφυλῆς ἔνθ᾽ ἀν.: Τὰ γουρ᾽τσάνιˬα, ἅμα εἶι ἀσπρουδιρά, τὰ λέι ἀσπρουγόρ᾽τσανα Στερελλ. (Αἰτωλ.) Ἔφαγα ἕνα γουρ᾽τσάνου Στερελλ. (Περίστ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA