γκαλιˬουροματιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκαλιˬουροματιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γκαλιˬουροματιˬάζω ἐνιαχ. γκαλιˬουροματιάζου Ἤπ. (Ξηροβούν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀμαρτ. ἐπιθ. γκαλιˬουρομάτης.
Σημασιολογία
Κοιτάζω κάποιον ἀσκαρδαμυκτί. Συνών. γκαλιˬουρίζω 5.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA