βαρεˬαναστέναγμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαρεˬαναστέναγμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βαρεˬαναστέναγμα τό, Θρᾴκ. (Αἶν) Ἰθάκ. Χίος κ.ἀ. βαρεˬαναστέναμα Κρήτ. βαρκαναστέναμα Κύπρ. βαρανεστένασμα Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. βαρεˬαναστενάζω.
Σημασιολογία
Βαθὺς ἀναστεναγμὸς ἔνθ᾽ ἀν. : ᾎσμ. Τὰ βαρεˬαναστενάγματα ποῦ ’χω γιˬὰ σέ, πουλλί μου, εἰς τὴν καρδιˬά μου γέννησαν καὶ χάνω τὴ ζωή μου Χίος Πῶς δὲν ἀνοίγει ὁ οὐρανὸς νὰ πέσῃ τ’ ἄστρι κάτου ἀπὸ τὸν πόνο τσ᾽ ἀδερφῆς κιˬ ἀπ’ τὸν καηˬμὸ τσῆ μάννας κιˬ ἀπ’ τὸ βαρεαναστέναγμα τσῆ χήρας τσῆ καηˬμένης Ἰθάκ. Συνών. βαρε͜ιοστεναμός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA