βαρεˬαναστενάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαρεˬαναστενάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βαρεˬαναστενάζω κοιν. βαρεˬαναστενάζ-ζω Τῆλ. Καὶ. βαρεˬαναστενάντζω Χίος βαρεˬαναστενάζου βόρ. ἰδιώμ. βαρκαναστενάζω Κύπρ. βαρεˬανεστενάζω Ἄνδρ. Θήρ. Ἴος κ.ἀ. βαραναστενάζω Θρᾴκ. Κρήτ. κ.ἀ. βαραναστενάζου Μακεδ. βαρανεστενάζω Κρήτ. βαρεˬαναστινάν-νου Λυκ. (Λιβύσσ.) Μέσ. βαρεˬανεστενᾶμαι Ἰων. (Κρήν.) Μετοχ. βαρεˬαναστιναγμένους Στερελλ. (Φθιῶτ.)
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. βαρεˬαναστενάζω. Πβ. Γαδάρ. διήγ. στ. 62 (ἔκδ. GWagner σ. 126) «ἐννόησεν ὡς φρόνιμος καὶ βαρεˬαναστενάζει».
Σημασιολογία
Ἀναστενάζω βαθέως ἔνθ᾽ ἀν.: ᾎσμ. Τί ἔχεις, κόρη μου, καὶ κλαις καὶ βαρεˬαναστενάζεις; -Ἄντρα ’χω ᾿ς τὴν ξενιτειὰ καὶ βαρεˬαναστενάζω Χίος Πουρνὸ πουρνὸ σηκώνομαι, τὸ σπίτι σου κοιτάζω, τὰ παναθύριˬα σου θωρῶ καὶ βαρεˬαναστενάζω Δαρδαν. Οὔτε πεινῶ οὔτε διψῶ οὔτε νὰ βάλω θέλω, τὸν τόπο μου θυμήθηκα καὶ βαρεˬαναστενάζω Α. Ρουμελ. (Σωζόπ) Ξύπνα ποῦ δὲν ἠχόρτασες τὸν ὕπνο νὰ κοιμᾶσαι ν’ ἀκούσῃς ποῦ σοῦ τραγουδῶ νὰ βαρεˬανεστενᾶσαι Κρήν. Συνών. βαρυαναστενάζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA