γουβὶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γουβὶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γουβὶ τό, γουβὶν Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Χαλδ. κ.ἀ.) γουβὶ πολλαχ. καὶ Καππ. (Ἀραβάν. Γούρτον. Φάρασ.) Πόντ. (Σεμέν.) γ᾽βὶ Στερελλ. (Αἰτωλ.) γουϊδὶ Τσακων. (Μέλαν.)

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. γούβα.

Σημασιολογία

1) Μικρὸς λάκκος, ὄρυγμα, κοίλωμα γῆς σύνηθ. καὶ Καππ. (Ἀραβάν. Γούρτον. Φάρασ.) Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων. (Μέλαν.): Κάνουμε γουβιˬὰ καὶ βάνουμε βεργιˬὰ σὲ κάθε γουβὶ (βεργιˬὰ = μικρὰ τεμάχια κλαδίσκων δένδρων, εἰς τὸ ἓν ἄκρον τῶν ὁποίων εἶναι προσδεδεμένον νῆμα μετὰ ἀγκίστρου καὶ δολώματος διὰ τὴν σύλληψιν μικρῶν πτηνῶν) Ζάκ. Ἄνοιξα πενήντα γουβιˬὰ καὶ θὰ βάλω γροθάρες (= μικρὲς ἐλιὲς) Πελοπν. (Γαργαλ.) Ἔβγαλα καμμία ᾽κοσαρέα γουβία νὰ φυτέψω λιˬογρόθαρα Πελοπν. (Ξεχώρ.) Βγάνω γουβιˬὰ γιˬὰ νὰ φυτέψω σ᾽κιὲς (βγάνω = ἀνοίγω, ὀρύσσω) Πελοπν. (Ἀνδροῦσ.) Ἔ᾽ ἀνοίντου γουΐδία σάμερε (ἄνοιγε γοῦβες σήμερα) Μέλαν. || Παροιμ. φρ. Ἔγινε γουβὶ (= ἐξηφανίσθη) Πελοπν. (Ἀρκαδ. Μεσσην. Σουδεν.) Γουβὶ νὰ γίνῃς! (νὰ χαθῇς, νὰ ἐξαφανισθῇς· ἀρὰ) ἀγν. τόπ. || Αἴνιγμ. Σκάφτω γουβιˬά, | βρίσκω ὰβγά, σκάφτω γουβότερα, | βρίσκω περ᾽σσότερα (τὰ γεώμηλα) Πελοπν. (Μεσσην.) 2) Ὁ τάφος Πελοπν. (Καλάβρυτ. Κάμπος Λακων. Λεῦκτρ.): Ἄνοιξαν τὸ γουβὶ κ᾽ εὑρῆκαν τὰ δυˬὸ παιδιˬὰ σφαλαγουδιˬασμένα (= ἀραχνιασμένα) Καλάβρυτ. 3) Φρέαρ Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Σεμέν. Χαλδ. κ.ἀ.) β) Κτιστὸν ὄρυγμα τοῦ ληνοῦ διὰ τὴν ὑποδοχὴν τοῦ ἐκθλιβομένου γλεύκους Πελοπν. (Γαργαλ. Ὀλυμπ.): Κατέβα ᾽ς τὸ γουβὶ ν᾽ ἀδε͜ιάσῃς τὸ μοῦστο Ὀλυμπ. Συνών. λιμπί, πολήνι. γ) Μικρὸν κτιστὸν φρέαρ εἰς τὸ κέντρον ὑπογείου ὑδατοδεξαμενῆς ἢ ἄλλου φρέατος Πελοπν. (Γαργαλ.): Σώθηκε τὸ νερὸ τσῆ στέρνας κ᾽ ἔμεινε μοναχὰ ᾽ς τὸ γουβὶ λιγούλι. δ) Κτιστὸν ὄρυγμα διὰ τὴν κατασκευὴν τοῦ ἀσβεστοκαμίνου Πελοπν. (Καρδαμ. Λεῦκτρ. Οἴτυλ. Σαηδόν.) Συνών. γούβα 6β. 4) Ὁ ἀργαλειός, λόγῳ τοῦ ὑπὸ τοὺς πόδας τῆς ὑφαντρίας ἀνοιγομένου ὀρύγματος Καππ. (Ἀρβάν. Φάρασ.) 5) Γεγλυμμένος κορμὸς δένδρου διὰ τὴν ἐναποθήκευσιν ὕδατος καὶ τὸ πότισμα τῶν ζῴων Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Σεμέν. Χαλδ.) Συνών. κορίτα, ποτίστρα. 6) Κυψέλη μελισσῶν Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Σεμέν. Χαλδ. κ.ἀ.) 7) Σπήλαιον Πόντ. (Κερασ. κ.ἀ.) 8) Κατὰ πληθ., εἶδος παιδιᾶς Πελοπν. (Κερπιν.) Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Σεμέν. Χαλδ.): Παίζομε τὰ γουβία Χαλδ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γουβὶν Πόντ. Γουβὶ Κέρκ. Πελοπν. (Γορτυν. Δίβρ.) Γούβι Πελοπν. (Ἀρκαδ. Γαργαλ. Τριφυλ.) Γουβιˬὸ Κέρκ. Γουβιˬὰ τά, Θεσσ. (Τρίκερ.) Κέρκ. Πελοπν. (Ἀράχ. Γορτυν. Δυρράχ. Καλάβρυτ. Κερπιν. Λάστ. Τριφυλ. Χατζ. κ.ἀ.) Γουβία Ζάκ. (Μαχαιρᾶδ.) Πελοπν. (Μάν. Πυλ.) Γούβιˬα Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Γουϊδία ἁ, Τσακων. (Μέλαν.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/