βαρεˬάρρωστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαρεˬάρρωστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

βαρεˬάρρωστος ἐπίθ. πολλαχ. βαρεˬάρρουστους πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. βαράρρουστος Κρήτ. βαράρρουστους Σάμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. βαρεˬὰ καὶ τοῦ ἐπιθ. ἄρρωστος.

Σημασιολογία

Ὁ βαρέως ἀσθενὴς ἔνθ᾽ ἀν.: ᾎσμ. Βαρεˬάρρωστο μ᾿ ἐκάμασι τὰ θλιβγερὰ μαdᾶτα Κρήτ. Ποῦ εἶχα ἄντρα βαρεˬάρρωστο βαρεˬὰ γιˬὰ νὰ πεθάνῃ ΑΘέρου Δημοτ. τραγούδ. 34.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/