γουβιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γουβιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γουβιˬάζω Δωδεκάν. (Λειψ.) Θεσσ. (Δομοκ.) Πελοπν. (Ἦλ. Κορινθ.) κ.ἀ. - Ν. Ἑστ. 20 (1936), 1190 - Λεξ. Πρω. Δημητρ. γκουβιˬάζω Ρόδ. γκουβιˬάζου Ἤπ. (Ζαγόρ.) Μακεδ. (Βόιον Κοζ.) γκουφιˬάζου Ἤπ. (Ζαγόρ.) gουβgιˬάζω Κῶς (Καρδάμ. κ.ἀ.) βουβιˬάζω Δ. Κρήτ. Μῆλ. Σῦρ. βουγιˬάζω Νίσυρ. Χάλκ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γούβα καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ιˬάζω.
Σημασιολογία
Α) Ἀμτβ., καθίσταμαι κοῖλος, ἔχω γοῦβες Ἤπ. (Ζαγόρ.) Θεσσ. (Δομοκ.) Μακεδ. (Βόιον Κοζ.) - Λεξ. Δημητρ.: Πουλὺ γκούβιˬασι ἡ σκιπή, δὲν τ᾽ν βλέπου καλά! Βόιον Ἐγούβιˬασε ὁ δρόμος, ἡ αὐλὴ Λεξ. Δημητρ. Γούβιˬασαν τὰ μάτχιˬα τ᾽ Δομοκ. Γκούβιˬασαν τὰ μάτιˬα τ᾽ς ἀπ᾽ τ᾽ν ἀυπνία Ζαγόρ. Β) Μεταβ. 1) Σχηματίζω γούβαν, λακκίσκον, καθιστῶ τι κοῖλον Πελοπν. (Κορινθ.) - Ν. Ἑστ. 20 (1986), 1190 κ.ἀ.: Γουβιˬάζω τὴ σταφίδα, τὸ ἀμπέλι, γιˬὰ νὰ ρίξω λίπασμα Κόρινθ. Ἐστάθηκε ᾽ς ἕνα βραχάκι, ποὺ ἀπὸ κάτω του τὸ γούβιˬαζε σὲ ὕφαλο τὸ ὑποβρύχιο κῦμα Ν. Ἑστ., ἔνθ᾽ ἀν. 2) Ἀποθηκεύω σῖτον, κριθὴν κ.τ.τ. εἰς τὴν γούβαν, ἤτοι εἰς τὸν εἰδικῶς ἐντὸς ἀχύρων ἢ εἰς τὴν γῆν κατεσκευασμένον λάκκον Δωδεκάν. (Λειψ.) Κῶς (Καρδάμ. κ.ἀ.) Μῆλ. Νίσυρ. Πελοπν. (Ἦλ.) Σῦρ. Χαλκ.: Αὔριο ᾽ὰ φρύξω τὰ σῦκα νὰ τὰ gουβgιˬάσω Καρδάμ. Πβ. γούβα 6. 3) Μοιράζω τὸν τυρὸν εἰς μερίδια, βοῦβες, ἀνάλογα πρὸς τὸν ἀριθμὸν τῶν ἀμελγομένων ζῴων Δ. Κρήτ. Πβ. γούβα 7.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA