βαρεˬαρρωστῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαρεˬαρρωστῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βαρεˬαρρωστῶ πολλαχ. βαρεˬαρρουστῶ πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. βαρεˬαρρουστάου Ἤπ. (Ζαγόρ) κ.ἀ. βαραρρωστῶ Μακεδ. (Γκιουβ.) Μετοχ. βαρεˬαρρωστημένος πολλαχ. βαρεˬαρρωστισμένος Ἰθάκ. κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. βαρεˬὰ καὶ τοῦ ρ. ἀρρωστῶ

Σημασιολογία

Ἀσθενῶ βαρέως ἔνθ’ ἀν.: Πέφτει ’ς τὸ κρεββάτι βαρεˬαρρωστημένος πολλαχ. ’Σ τὰ καλὰ καθούμεν’ ἀρρώστησε καὶ βαρεˬαρρώστησε gιˬόλα Νάξ. (Ἀπύρανθ.) || ᾎσμ. Ἡ λυγερὴ βαρεˬαρρωστᾷ, ἡ λυγερὴ πεθαίνει κ᾿ ἐσὺ δὲν τὴ λυπήθηκες νὰ πάς νὰ τὴν προκάμῃς Ἰων. (Κάτω Παναγ.) Χάρε, καὶ τί μοῦ τό ’φερες τὸ βαρεˬαρρωστημένο; ποῦ θέλει μάννας γόνατα, θέλ’ ἀδερφῆς ἀγκάλες! (μοιρολ.) Πελοπν. (Λακων.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/