γκάνγκστερ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκάνγκστερ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γκάνγκστερ ὁ, σύνηθ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ’Αγγλικοῦ gangster.
Σημασιολογία
1) Μέλος συμμορίας κακοποιῶν εἰς Η.Π.Α. 2) Γενικῶς, ὁ κακοποιός, ὁ ἐγκληματικὸς τύπος σύνηθ.: Ὁ δεῖνα πῆρε τὸν κατήφορο καὶ νταλαβερίζεται μὲ γκάνγκστερς. Λένε πὼς ὁ γκάνγκστερ εἶναι φροῦτο τοῦ ἐξωτερικοῦ σύνηθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA