γκανητὸ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκανητὸ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γκανητὸ το, ἐνιαχ. gανητὸ Κρήτ. (Σφακ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γκανίζω κατὰ τὰ ἐκ τῶν περισπωμένων ρημάτων ἐκ συγχύσεως τοῦ ὁμοίου πρὸς τὰ εἰς -ίζω ἀορίστου.
Σημασιολογία
’Ογκηθμός, ὄγκημα: Ἄκουσα τὸ gανητὸ. Συνών. γκανιˬά, γκάνισμα 1, γκανισματιˬά, γκανισμός, γκανίστρα, γκαρισιˬὰ 1, γκαρισιˬῶνας, γκάρισμα1,2, γκαρισματιˬὰ 1,2, γκαρισμός, γκαριστός, γκαρομάχημα 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA