γκάνι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκάνι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γκάνι τό, ἐνιαχ. gάνι Κρήτ. (Μεραμβ. Νεάπ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Λέξις πεποιημένη.

Σημασιολογία

Εἰς τὴν γλῶσσαν τῶν νηπίων, τὸ πῦρ: Γιˬὰ ’ὲ τὸ gάνι! Κρήτ. Μὴ ’ς τὸ gάνι! αὐτόθ. β) Περιφρ., κάνω gάνι = καίω, καίομαι: Κάνει gάνι τὸ φουφοὺ Κρήτ. Ἤκαμα gάνι τὸ χεράκι μου Μεραμβ. Συνών. κάι, κάου, τζίζ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/