γκανίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκανίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γκανίζω Πελοπν. (Παλαιοχ.) Σίφν.-Λεξ. Δημητρ. gανίζω Ἴος Κίμωλ. Κρήτ. (Ἅγιος Γεώργ. Κριτσ. Μόδ. Νεάπ. Σφακ. κ.ἀ.) Κύθν. Μῆλ. Μύκ. Νάξ. (᾽Απύρανθ. κ.ἀ.) Πάρ. (Νάουσ.) Σέριφ. Σῦρ. Τῆν. (Κτικ.) gανίζου Τῆν. νgανίζω Κίμωλ. νgανίζ-ζω Κάρπ. Κάσ. Κῶς (Καρδάμ. Πυλ.) Λέρ. Νίσυρ. Ρόδ. Χίος (Πυργ.) νgανίdζω Κάρπ. νgρανίζ-ζω Κάσ. ἀγκανίζω Πελοπν. (Καμίν.)-Κορ. Ἄτ. 2, 9-Λεξ. Γερμ. Σομ. Βάιγ. ἀgανίζω Ἄνδρ. Θήρ. Κρήτ. Κύθηρ. Μῆλ. Μύκ. Σύμ. Τῆν. (Πύργ.)-Χ. Παλαίσ., Συλλ. Κυπρ. Ποιημ., 132 ἀνgανίζω Σχιν. ἀνgανίζ-ζω Κάρπ. Κάσ. Κύπρ. (Πεδουλ. κ.ἀ.) Νίσυρ. ἀνgανίdζω Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀνgρανίζ-ζω Κάσ. ὀγκανίζω Λεξ. Περίδ. ’Ηπίτ. Μπριγκ. ὀνgανίζ-ζω Ρόδ. γκανίν-νου Λυκ. (Λιβύσσ.) Μέσ. γκανίζομαι Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ὀγκῶμαι.

Σημασιολογία

Α) Κυριολ., ἐπὶ ὄνου, φωνάζω, ὀγκῶμαι, γκαρίζω ἔνθ᾽ ἀν.: Ὁ γάιδαρος γκανίζει πολλαχ. ’Αγκανίζει σὰ γάδαρος Μῆλ. Τὸν Μάη νgανίζ-ζουν τὰ ᾽νικὰ (ὀνικὰ, ὄνοι) Κάρπ. Νά ’ναι πενήdα ’αδάροι μέσ’ ᾿ς τὸ dόπο καὶ νὰ gανὶσῃ ἕνας, θὰ gανίσου g’ οἱ πενήdα Νάξ. (’Απύρανθ.) Ὁ δαίμονας τοῦ bῆκε ν’ ἀgανίζῃ ἀπάνω ’ς τὴν ὥρα Κρήτ. Κεινιˬὰ τὴν ὥρα ἤρχιζε κ᾽ ἐgάνιζε ὁ γάιδαρος Κρήτ. (Κριτσ.) Πολλὴ ταγὴ τρώει ὁ γάιδαρος καὶ gανίζει (ταγὴ = βρόμη) Κρήτ. (Ἅγιος Γεώργ.) Τὸ ’άδαρό μου θὰ βάλω νὰ gανίσῃ Νάξ. (᾽Απύρανθ.) Ὁ γάρος μας νgανίζ-ζει, θὰ πῇ πὼς εἶδεν καμ-μιὰν γα-άραν (γάρος = ὄνος) Κῶς (Καρδάμ.) Ὁ γάρος νgρανίζ-ζει, ιˬατὶ θέλ-λει γάρα = (γαιδούρα) Κάσ. Οὑ γάιδαρος gανίζ’, γιˬατὶ π’νᾷ Τῆν. Τὴν bρωτομαϊὰ ἔπρεπε νὰ σηκωθοῦσι πριχοῦ νὰ νgρανίσῃ ὁ γάρος, γιˬὰ νὰ μὴν bιˬάσῃ τους ἡ ψαρὴ (πριχοῦ = πρίν, ψαρὴ = τεμπελιὰ) Κάσ. ᾽Αλῶπως λείπουν ᾿πόσ-σω ταὶ ’ὲν ἐταΐσασιν τὸν γάδαρον, γιˬατὶ οὕλ-λη μέρα ἀνgανίζ-ζει (ἀλῶπως = ἴσως, ’πόσ-σω = ἀπέσω) Κύπρ. (Πεδουλ.) || Γνωμ. Ἅμα ἀκούσῃς καὶ gανίζουνε οἱ γαδάροι, εἶναι Μάης Μῆλ. Ὁ Φλεβάρης φλεβαρίζ-ζει | καὶ γαδουρινὰ νgανίζ-ζει Κῶς (Πυλ.) || Παροιμ. Ὁ gάδαρος gανίζει, ὁ κόλος του ἀνοί’ (συνών. τό: μόνος του τὰ λέει, μόνος του τ’ ἀκούει) Ἴος. Ὁ γάιδαρος ἐgάνιζε ’ς τσὶ πρῶτες τοῦ Φλεβάρη καὶ τὸ Θεὸ ἐδόξαζε, δὲν εἶναι bλιˬὸ Γενάρης (ἐπὶ τῶν χαιρόντων πολὺ δι’ ἀσήμαντα) Κρήτ. (Μόδ.) || ᾎσμ. Μὲ μία-δύο διπλαριˬὲς ὁ ὄνος γονατίζει, λυγίζει τὸ κορμάκι του, τ’ ἀφτιˬά του χαμηλώνει κ’ εἰς δεῖγμα παρακλήσεως ἀρχίζει ν’ ἀgανίζῃ Θήρ. || Ποίημ. Ἅμα κ᾽ ἐλοῦσαν τὲς μισές, ἔκοψεν ἡ γαδούρα καὶ ἴσιˬωσεν εἰς τὸ χωρκὸν κιˬ ἀgάνιζεν κ’ ἐβούραν (ἴσιˬωσεν = κατηυθύνθη, ἐβούραν = ἔτρεχε) Χ. Παλαίσ., ἔνθ’ ἀν. Συνών γκαρίζω 1, γκαρομαχῶ 1. Β) Μεταφ., ὁμιλῶ μεγαλοφώνως, φωνασκῶ, κλαίω γοερῶς Κρήτ. (Νεάπ. Σφακ. κ.ἀ.) Κύπρ. Κῶς (Καρδάμ. Πυλ.) Μῆλ. Νίσυρ. Σύμ. κ.ἀ.-Λεξ. Δημητρ.: Εἶdα gανίζεις μωρέ; Σφακ. Σὰν ἀνgάνιζ-ζε ’ς τὴν ταβέρναν, ἄκουσα τον Κύπρ. Ὅλο ’γὼ θὰ νgανίζω; Κίμωλ. Μὰ εἶdα ’χεις καὶ gανίζεις τόση-νιὰ ὥρα; Νεάπ. Σ-σωπαίν-νετε, εἶνdα νgανίζ-ζετε σὰ γ-γαάρα Καρδάμ. || Γνωμ, Ὅπου πονεῖ, γαδουρινὰ νgανίζ-ζει Πυλ. (συνών. ὅπο͜ιος πονεῖ γαιˬδουρινὰ φωνάζει). Συνών. γκαριζολογῶ, γκαρίζω 2, γκαρομαχῶ 2. β) Φλυαρῶ Νίσυρ. Συνών. γκαρομαχῶ 2β, φαφλατίζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/