γκανιστὴς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκανιστὴς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γκανιστὴς ἐπίθ. ἐνιαχ. gανιστὴς Κρήτ. ἀνgανιστὴς Κάρπ. (Ἔλυμπ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. γκανίζω.

Σημασιολογία

1)’Επὶ ὄνου, ὀγκηστής, φωνασκῶν Κάρπ. (Ἔλυμπ.): Πετεινὸς ᾽κούμης, | ὄρνιθα κουμίτισσα, πέρδικα κουκλουαριˬά, | γάαρος ἀνgανιστὴς καὶ λαὸς τρυπ-πηητὴς | κιˬ ἀελαία κουτσοκέρα κιˬ ἀλαποῦ μαυραχέρα (λαὸς = λαγός, μαυραχέρα = μέ γαμψὰ νύχια) (ἐκ παραμυθ.) Ἔλυμπ. 2) Ὡς οὐσ., ὁ ὄνος Κρήτ. Συνών. εἰς λ. γάιδαρος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/