γουγεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γουγεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γουγεύω Πόντ. (Κοτύωρ.) γουεύω Πόντ. (Χαλδ.) ἐγουεύω Πόντ. (Χαλδ.) Ἀόρ. ἐγούεψα.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Τουρκ. Kiymαk. Ὁ τύπ. ἐγουεύω ἐκ τοῦ ἄορ. ἐγούεψα.
Σημασιολογία
Φειδωλεύομαι, φείδομαι ἔνθ᾽ ἀν.: Φρ. Ἀς ἐσὲ τὴν ή μ᾽ ᾽ ἐγουεύω (δὲν λυποῦμαι τὴν ψυχήν μου διὰ σὲ) Πόντ. (Κοτύωρ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA