γουγούλισμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γουγούλισμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γουγούλισμα τό, Ἤπ. γουγού᾽σμα Στερελλ. (Αἰτωλ. Τριχων.) γουγούλημα Πελοπν. (Βάλτ. Βερεστ. Γαργαλ. Φιγάλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γουγουλίζω.
Σημασιολογία
1) Τὸ λάλημα τῶν πτηνῶν Στερελλ. (Αἰτωλ) 2) Τὸ ψέλλισμα, ἡ προσπάθεια τοῦ νηπίου νὰ ὁμιλήσῃ Ἤπ. Πελοπν. (Βάλτ. Βερεστ. Γαργαλ.): Ἀρχίνησε τὰ γουγουλήματα τὸ παιδάκι μου! (Βάλτ.) Ἀκῶ τὰ γουγουλήματα τσῆ δρακοῦς μου (δρακοῦ = θηλυκὸν ἀβάπτιστον νήπιον) Γαργαλ. 3) Περιποίησις νηπίου μὲ γλυκεῖς λόγους καὶ θωπείας καὶ κατ᾽ ἐπέκτασιν θωπεία Στερελλ. (Αἰτωλ.): Τὰ παιδιˬὰ δὲ θέλ᾽ι γουγού᾽σμα, ἅμα κάν᾽ι ζ᾽μιˬές.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA