γουδάρω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γουδάρω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γουδάρω Πελοπν. (Γαργαλ. Παιδεμέν. Ποταμ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γουδὶ καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -άρω.

Σημασιολογία

1) Χρονοτριβῶ ἔνθ᾽ ἀν.: Τί γουδάρεις, μωρῆ; Κάνε γρήγορα τὴ δουλε͜ιά σου! Γαργαλ. 2) Μεταφ., αὐνανίζομαι ἔνθ᾽ ἀν.: Κεῖνο τὸ παλιˬόπαιδο κρύβεται ᾽ς τὶς μάντρες καὶ γουδάρει Ποταμ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/