γκαντάλημα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκαντάλημα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γκαντάλημα τό, ἐνιαχ. γκαντά’μα Θρᾴκ. (᾽Αμόρ.) Μακεδ. (Βλάστ. Γήλοφ. Γρεβεν., Δασοχώρ. Δεσκάτ.) γκαντά’σμα Μακεδ. (Βλάστ. Κοζ.) γατίλημα Πελοπν. (Βερεστ. Γαργαλ. Κυνουρ. Μαργέλ. Πυλ.) γκιτίημα Ἤπ. (Δρόβιαν.) γατίλημα Πελοπν. (Γαργαλ. Πυλ.) γκουντά’μα Μακεδ. (Καστορ.) γκουντά’σμα Μακεδ. (Καστορ.) γοgούλημα Ἤπ. γοgού’μα Ἤπ. γουgού’μα Ἤπ. (Μελιγγ.) Θεσσ. (Μεγαλόβρ.)
Ετυμολογία
Εκ τοῦ ρ. γκανταλῶ.
Σημασιολογία
Τὸ γαργάλισμα ἔνθ’ ἀν.: Τὸ λίγωσες τὸ μωρὸ μὲ τά γατιλήματά σου, ἂς το πιˬά! Πελοπν. (Κυνουρ.) Μὲ τὸ γατίλημα παραδόθηκε Πελοπν. (Γαργαλ.) ’Αρχίσανε τὰ γατιλήματα καὶ τὰ χασκαρίσματα αὐτόθ. Μωρέ, ἅμα σ’ ἀρχίσῃ φτοῦνος ’ς τὸ γατίλημα δὲ σταματάει, ποὺ μακάρι τί νὰ εἶναι (=κατ᾿ οὐδένα τρόπον) Πελοπν. (Βερεστ.) Συνών. γαργάλα 1, γαργαλία, γαργάλεμα, γαργαλητό, γαργαλίκεμα, γαργαλίκημα, γαργαλίκιασμα, γαργάλισμα, γαργαλισμός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA