γουδὶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γουδὶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γουδὶ τό, ἰγδὶν Πόντ. (Ὄφ.) ἰγδὶ Πόντ. (Σινώπ.) - Λεξ. Βλαχ. ἐγδὶν Πόντ. (Κοτύωρ. Νικόπ. Οίν. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἐγδὶ Πόντ. (Κοτύωρ. Σεμέν.) ὀγδὶ Ν. Πολίτ., Παροιμ. 2,91 γουδὶν Ἀμοργ. Κῶς (Καρδάμ.) Πόντ. (Χαλδ.) γουδὶ κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν.) Τσακων. (Χαβούτσ.) ᾽γδὶν Κύπρ. (Μένοικ. κ.ἀ.) Λυκ. (Λιβυσσ.) Χίος (Πισπιλ. Πύργ.) κ.ἀ. ᾽γδὶ Βιθυν. (Πιστικοχ.) Θάσ. Θήρ. Κάλυμν. Κάρπ. (Ἀπέρ. Ἔλυμπ.) Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ. κ.ἀ.) Κύπρ. Κῶς (Πυλ. κ.ἀ.) Μέγαρ. Μεγίστ. Μύκ. Νίσυρ. Πάτμ. Ρόδ. Σύμ. Τῆλ. Τῆν. Χάλκ. Χίος (Βροντ. Καρδάμ. Κουρούν. Πισπιλ. κ.ἀ.) - Λεξ. Βάιγ Ψύλλ. Μπριγκ. γ᾽δὶ Ἁλόνν. Εὔβ. (Αἰδηψ. Ἁγία Ἄνν.) Ἤπ. (Δωδών. Ἑλληνικ. Πλάκ.) Θάσ. Θεσσ. (Ἀετόλοφ. Πήλ. Τρίκερ. Φάρσαλ. κ.ἀ.) Θρᾴκ. (Αἶν. Ἀμόρ. Ἑλληνοχώρ.) Ἴμβρ. Μ. Ἀσία (Κυδων.) Λέσβ. (Ἀγιάσ. Πολιχνῖτ. κ.ἀ.) Λῆμν. Μακεδ. (Βέρ. Βλάστ. Δρυμ. Σιάτ. Σιδηρόκ. Χαλκιδ. κ.ἀ.) Σάμ. (Κοκκάρ. Μαυραντζ. κ.ἀ.) Σκόπ. Σαμοθρ. Στερελλ. (Ἰτέα Καρπεν.) Σκῦρ. ᾽γdὶν Κύπρ. ᾽γdὶ Καρ. (Ἀλικαρνασσ.) Κάρπ. Κῶς (Πυλ.) Μεγίστ. Ρόδ. γτὶν Κύπρ. (Μεσαρ. κ.ἀ.) ᾽γτὶ Κάρπ. (Μεσοχώρ.) Χάλκ. ἰκδὶν Κύπρ. ᾽χτὶν Κύπρ. (Γερμασ. Κυθρ. Λευκωσ. Μεσαρ. κ.ἀ.) ᾽χτὶ Κύπρ. Ρόδ. Χάλκ. ἴγδι Κορ., Ἄτακτ. 4,182 ἐγδὲν Πόντ. ἐγδὴ ἡ, Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Κρώμν. Ὄφ. Σινώπ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἔγδη Πόντ. (Ἀμισ.) Πληθ. ᾽γτίδκιˬα Κύπρ. ᾽χκιˬὰ Κύπρ. (Γερμασ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἑλληνιστικ. οὐσ. ἰγδίον, ὑποκορ. τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἴγδυς. Διὰ τὸν σχηματισμὸν βλ. Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 1,394. Οἱ τύπ. ἰγδὶ καὶ εἰς Γερμ., ᾽γδὶν καὶ εἰς Μαχαιρ. 1,84 καὶ 214 (ἔκδ. R. Dawkins), ᾽γδὶ καὶ εἰς Γερμ. Διὰ τὸν τύπ. ἰκδὶν πβ. Μαχαιρ. 2,242 (ἔκδ. R. Dawkins), ὅπου ὁ τύπ. ᾽κδίν. Ὁ τύπ. ὀγδὶ καὶ εἰς Πεντάτευχ. (ἔκδ. Hesseling) Ἀριθμ. 11,8 καὶ Ἔξοδ. 26,9. Διὰ τὸν τύπ. ᾽χτὶν βλ. Χ. Παντελίδ., Φωνητ., 46. Πβ. καὶ Σ. Μενάρδ., Ἀθηνᾶ 6 (1894), 158.

Σημασιολογία

1) Ἀγγεῖον ἐκ λίθου, μετάλλου ἢ ξύλου, εἰς τὸ ὁποῖον κονιοποιοῦνται ἢ πολτοποιοῦνται σκληραὶ ὗλαι, τὸ ἀρχ. ἴγδυς, ὅλμος, ἰγδίον κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων. (Χαβουτσ.): Γουδὶ ξύλινο - μπρούτζινο - τῆς σκορδαλιˬᾶς – τοῦ πιπεριˬοῦ κοιν. Γουδὶ τοῦ σπιτιˬοῦ - τοῦ φαρμακείου. Μὴ βάζῃς καυτὸ νερὸ ᾽ς τὸ γουδί, γιˬατὶ σκάζει κοιν. Φέρε μου τὸ γουδὶ νὰ κάνω ἀλιˬάδα Κέρκ. Βαθύνω τὴν ἐγδὴν Κερασ. Ἔπαρε τὴν ἐγδὴ καὶ κοπάνισο σκόρδο Ὄφ. Εἶμαι ᾽ποσταμένος· τὰ κόκκαλά μου ἔγ κομμένα σὰ νὰ ἔμ᾽ μὲ κουπανίσῃς μέσ᾽ ᾽ς τὸ ᾽γdὶν Κύπρ. || Φρ. Ἔγινε γουδὶ ἀπὸ τὸ μεθύσι (ἐμεθύσθη ὑπερμέτρως) Πελοπν. (Ἐπίδ. Κορινθ. Μεσσην. Τρίκκ.) - Μ. Λελέκ., Ἐπιδόρπ., 234. Εἶναι μαζωμένοι σὰ ᾽ς τὸ γουδὶ (ἐπὶ μεγάλου συνωστισμοῦ) Ἤπ. || Παροιμ. φρ.: Τὸ γουδὶ τὸ γουδοχέρι (ἐπὶ τῶν ἐπιμενόντων εἰς τὰ αὐτὰ) σύνηθ. Ὅλοι γουδὶ κι αὐτὸς γουδοχέρι (ὁμοίως) Ι. Βενιζέλ., Παροιμ.2, 195, 242. Τὸ ᾽γτὶν ταὶ τὸ γτουσέριν (ὁμοίως) Κύπρ. Τὸ ᾽γδὶγ καὶ τὸ ᾽γδοχέρι (ὁμοίως) Σύμ. Τὸ γουδί, τὸ γουδοχέρι | καὶ τὸν κόπανο ᾽ς τὸ χέρι (ὁμοίως) πολλαχ. Τὸ γουδί, τὸ γουδοχέρι, | τὸ δικό σου τὸ χαμπέρι (ὁμοίως) Πελοπν. (Γεράκ.) || Παροιμ. - Καλημέρα σύντεκνε, - ἐγδὶν πελεκῶ - πόσα κότ παίρει; - καρυδένεν ἔν᾽ (κότ = μόδια· ἐπὶ τοῦ ἄλλα ἐρωτωμένου καὶ ἄλλα ἀποκρινομένου) Κοτύωρ. Κρώμν. Οἰν. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ. Τρίψ᾽ του ᾽ς τοῦ γ᾽δ᾽ σ᾽ (ἐπὶ πραγμάτων μὴ ἀρεστῶν) Μ. Ἀσία (Κυδων.) Ηὗρ᾽ ἡ νύφη μας τὸ γουδὶ πίσω ἀπὸ τὴν πόρτα (εἰρων. ἐπὶ τῶν καυχωμένων δι᾽ ἀνύπαρκτον κατόρθωμα) Ι. Βενιζέλ., Παροιμ.2, 110, 262. Κοπανίζει τὸ νερὸν μέσα ᾽ς τὸ ᾽γτὶν (ἐπὶ τοῦ ματαιοπονοῦντος) Κύπρ. Ἐβάιτι τοὺ ιρὸν ᾽ς τοὺ ᾽γδὶν κὶ κουπανᾶτι του (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Λυκ. (Λιβύσσ.) Τὸ νερὸ μέσ᾽ ᾽ς τὸ γουδὶ (ὁμοίως) Κωνπλ. ᾽Σ τοὺ γουδὶ νιˬαρὸ (ὁμοίως) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Ἀτὸς ποὺ ᾽ς σὴν ἐγδὴν ἀπέσ᾽ νερὸν κοπανίζ᾽ (ὁμοίως) Κοτύωρ. Κοπανάει ἀέρα μέσ᾽ ᾽ς τὸ γουδὶ (ὁμοίως) Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ. Ἀγέρα κουπανίζ᾽ μέσ᾽ ᾽ς τοὺ γ᾽δὶ (ὁμοίως) Λέσβ. κ.ἀ. || ᾌσμ. Ἡ Χαρίκλε͜ια ᾽ς τὴν αὐλή της | ἐbρὸς ἔχει τὸ γουδί της Παξ. Μιˬᾶς κουντουροῦς τὸ τέρτιν της δυˬὸ χρόνιˬα μὲ τυράννε͜ιεν καὶ τὸ κορμίν μου ζωντανὸν ᾽ς τὸ γ᾽δίν μου τὸ κουπάνε͜ιεν Κύπρ. Συνών. λουμί, μουρτάρι, μπόμπα, ντουμπέκι, σκορδογούδι, σκορδοστούμπι, χαβάνι 2) Μεταφ., ἡ κεφαλὴ Ἁλόνν. Λέσβ. (Ἀγιάσ. Μυτιλὴν. κ.ἀ.) Μ. Ἀσία (Κυδων.) Σάμ. Σαμοθρ. Χίος (Καρδάμ. κ.ἀ.) Τὰ γ᾽διˬά σας εἶι ᾶδε͜ιανά, δὲν ἔιν δράμ᾽ μυˬαλὸ Λέσβ. Βάλ᾽ του καλὰ ᾽ς τοῦ γ᾽δί σ᾽ Ἀγιάσ. Συνών. φρ. Βάλ᾽ το καλὰ ᾽ς τὸ μυαλό σου - ᾽ς τὸ κεφάλι σου. Θὰ σπάσου τοὺ γ᾽δί σ᾽ Λέσβ. Ἄμ δὲν κατιβάζ᾽ κὶ σένα τίπουτα τοὺ γ᾽δί σ᾽! Ἁλόνν. Λεῖψ᾽ άπ᾽ τοὺ γ᾽δι᾽ μ᾽! (= μὴ μὲ ζαλίζῃς) Μυτιλήν. Ἔ, π᾽ νὰ φᾶς τοὺ γ᾽δί σ᾽! (ἀρὰ) Σαμ. || Παροιμ. φρ. Γιˬὰ κού᾽σ᾽ τὸ γ᾽δί σ᾽, νὰ δῶ τὶ ἔ᾽ μέσα (εἰρων. ἐπὶ ἀνοήτως ὁμιλούντων) Κυδων. || ᾎσμ. Κλέφτιτι τὰ ψαρέλιˬα μας, κλέφτιτι τσὶ τὰ ζά μας, τσ᾽ ἅμα μᾶς δῆτι ᾽ς τὴ μουναξιˬά, κόφτιτι τσὶ τὰ γ᾽διˬά μας Ἀγιάσ. β) Ἡ κουρευμένη κεφαλὴ Τῆν. 3) Μετων., ὁ βραχὺς τὸ ἀνάστημα καὶ παχὺς Μακεδ. (Σιάτ.) 4) Παιδιά, κατὰ τὴν ὁποίαν ἐπὶ χώρου ἐπιπέδου τοποθετεῖται ὁριζοντίως ξύλινον γουδί, ἐπ᾽ αὐτοῦ δὲ κάθηται εἷς τῶν παικτῶν τὴρῶν κάθετον τὸν κορμὸν καὶ τεταμένους καὶ ἡνωμένους τοὺς πόδας κατὰ τὰ ἄκρα. Κρατῶν διὰ τῆς μιᾶς χειρὸς ἐσβεσμένον κηρίον, προσπαθεῖ νὰ τὸ ἀνάψῃ ἀπὸ ἕτερον, τὸ ὁποῖον κρατεῖ διὰ τῆς ἑτέρας χειρός. Ὁ ἀποτυχὼν εἰς τὴν προσπάθειαν ταύτην ἀντικαθίσταται ὑπ᾽ ἄλλου κ.ο.κ. Ἡ λ. καὶ ὡς παρωνύμ. ὑπὸ τὸ τύπ. Γουδῆς Μῆλ. Πελοπν. (Τσιτάλ.) καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γουδὶ Ἀθῆν. Γουδὶν Κύπρ. (Πάφ. κ.ἀ.) Γούδ᾽ Ἤπ. (Ἄγναντ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/