γκανταλῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκανταλῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γκανταλῶ Θεσσ. (Κρυόβρ.) Θρᾴκ. (᾿Αδριανούπ. ’Αμόρ. Σουφλ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Γρεβεν. Δεσκάτ.) γκανταλίζου Μακεδ. (Βλάστ. Βογατσ.) γκανταλνῶ Μακεδ. (Βέρ. Βλάστ. ’Εράτυρ. Καστορ. Σιάτ.) γκαταλνῶ Μακεδ. (Δαμασκ.) γκατιλάου Πελοπν. (Δίβρ.) γκαρνταλῶ Μακεδ. (Βελβ.) γατιλῶ Πελοπν. (Κυνουρ.) γατιλάου Πελοπν. (Βερεστ. Γαργαλ. Πυλ. Σιδηρόκ. κ.ἀ.) γκιντιλῶ Ἤπ. (Τσαμαντ.) γκιντιλάω Πελοπν. (Λιγουρ.) γκιντιλάου Πελοπν. (Καλάβρυτ.) γκιτιλάου Πελοπν. (Δίβρ.) γκουνταλῶ Θρᾴκ. (Ἑλληνοχώρ.) Μακεδ. (Βόιον Καταφύγ.) γκουνταλνῶ Μακεδ. (Βόιον Ζουπάν. Κοζ.) γκουνταλνάω Ἤπ. (Κόνιτσ.) γκουνταλνάου Μακεδ. (Καστορ.) γκουταλῶ Μακεδ. (Μοσχοπόταμ.) γκουταλνῶ Μακεδ. (Βόιον Δαμασκ. Σισάν.) γκουντουλῶ Ἤπ. Θεσσ. (’Ανατολ.) γκουντουλάω Ἤπ. (Λάκκα Σούλ.) (’Ανατολ.) γκουd’λῶ Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) γκουντ’λάου Ἤπ. gουd’λάου Ἤπ. (᾽Ιωάνν. Μελιγγ.) γκουτουλῶ Ἤπ. γκουτουλάου Ἤπ. (Ἄρτ.) γκουτ’λῶ Ἤπ. gουτ’λάου Ἤπ. (Ζαγόρ.) κ.ἀ. Μέσ. γκανταλε͜ιέμι Μακεδ. (Δεσκάτ.) γκανταλνε͜ιέμι Μακεδ. (Βλάστ. Γαλατ.) γκανταλε͜ιοῦμι Μακεδ. (Βλάστ.) γκατζαλνε͜ιοῦμι Μακεδ. (Βλάστ.) γκαρνταλε͜ιοῦμι Μακεδ. (Βελβ.) γκατιλε͜ιέμαι Ἤπ. (Δωδών.) Πελοπν. (Δίβρ.) γατιλε͜ιέμαι Πελοπν. (Βερεστ. Γαργαλ. Πυλ. Σιδηρόκ. Τριφυλ.) γκιντιλε͜ιοῦμαι Ἤπ. (Τσαμαντ.) γκιντιλε͜ιέμαι Πελοπν. (Λιγουρ.) γκιτιλε͜ιέμαι Πελοπν. (Δίβρ.) γιτιλε͜ιέμαι Πελοπν. (Γαργαλ. Πυλ.) γκουνταλε͜ιέμι Μακεδ. (Μοσχοπότ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ Κουτσοβλαχ. gαdαliku. Οἱ μετὰ τοῦ -ου- τύπ. πιθαν. ἐκ τοῦ συγγενοῦς καὶ συνων. ᾿Αλβαν. Gudulis, περὶ τοῦ ὁπ. βλ. G. Meyer, Neugr. Stud. 2, 65.
Σημασιολογία
Ψαύω συνεχῶς εὐαίσθητα σημεῖα τοῦ σώματός τινος πρὸς πρόκλησιν ἀκουσίου γέλωτος, γαργαλῶ, ἔνθ’ ἀν.: Δὲν κοτάου νὰ πάου κοντά του, οὕλο γατιλε͜ιέται Πελοπν. (Γαργαλ. Πυλ.) Μὴ μπᾶς κοντά του, γατιλε͜ιέται καὶ θὰ ντοῦ πέσῃ ὁ σίχλος ἀπὸ τὰ χέριˬα (σίχλος = ὑδροδοχεῖον) Πελοπν. (Γαργαλ.) Μὴ μὶ γκουνζ’λᾷς σ᾽ λέου Ἤπ. (Ζαγόρ.) Μὴ μ’ ἀγγίῃς αὐτοῦ, γκουd’λε͜ιέμι αὐτόθ. Τοὺ μικρὸ γκουνταλε͜ιέτι πουλύ, τοὺ γκουνταλνᾷς κὶ κόβιτι π’ τὰ γέλια Μακεδ. (Βλάστ.) Μὴ μὶ gαdαλνᾷς, δὲ βαστῶ αὐτόθ. Μὴν τὸ γατιλᾷς τὸ παιδί, καὶ λυθῇ ἀπὸ τὰ γέλια Πελοπν. (Βερεστ.) Γατιλε͜ιέσαι; (εἶσαι εὐαίσθητος εἰς τοὺς κνησμώδεις ἐρεθισμούς;) Πελοπν. (Τριφυλ.) Μὴ μὶ πιˬά’τς ἀπ’ τ᾿ς ἀμπασκάλις, γιˬατὶ γκανταλε͜ιέμι Μακεδ. (Δεσκάτ.) Μὰ κὶ σὺ μὴ μὶ γκανταλᾷς ᾽ς τοὺ λιμό, θὰ σὶ δαγκώσου τὰ χέρια σ᾿ Θεσσ. (Κρυόβρ.) Ἅμα σὶ gαdαλᾷ ἡ λιμός σ᾽, σὶ χουρατεύουν (=μιλοῦν διὰ σὲ) Θρᾴκ. (’Αδριανούπ.) Συνών. γαργαλεύω 1, γαργαλίζω Α1, γαργαλικεύω, γαργαλικιˬάζω. β) Θωπεύω Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA