γκὰπ-γκοὺπ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκὰπ-γκοὺπ
Τύπος
Λήμμα
Τυπολογία
γκὰπ-γκοὺπ σύνηθ. γκὰπ-γκὸπ Κ. Παλαμ., ’Ασάλ. ζωή, 119 γκάπα-γκούπα πολλαχ. γκὰπ Θρᾴκ. (Μέτρ.) κ.ἀ.
Ετυμολογία
Λέξις πεποιημένη.
Σημασιολογία
’Επὶ τοῦ ἤχου τοῦ προερχομένου ἐκ τῶν κτυπημάτων πελέκεως ἐπὶ κορμῶν δένδρων κυρίως ἢ ἄλλων ξύλων ἢ ἐκ τῶν κτυπημάτων ἀξίνης ἐπὶ τῆς γῆς κττ. ἔνθ’ ἀν.: Τί ’ν’ αὐτὸ τὸ γκάπα-γκούπα ποὺ ἀκούω ὅλη μέρα εὐτοῦ; ᾿Αθῆν. Τὸν λέει, γκάπ, πεζεβέγκη, τὄδωσε ξύλο μὲ τ᾿ς ὀκάδες Θρᾴκ. (Μέτρ.) Φώναζε ἀποπίσω κὶ γκὰπ-γκοὺπ τὸ χτύπαε Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν.) || Ποίημ. Καὶ τώρα γκάπ! καὶ γκόπ! τ᾽ ἀρχαιομάχο τὸ λισγάρι σκάφτει καὶ σκάφτοντας ξεθάφτει, τὰ κόκκαλα ξεθάφτει πελώριου συντριμμένου σκελετοῦ Κ. Παλαμ. ἔνθ᾽ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA