γουδοκοπανίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γουδοκοπανίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γουδοκοπανίζω ἐνιαχ. ᾽γδοκοπανίζω Θήρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γουδὶ καὶ τοῦ ρ. κοπανίζω.

Σημασιολογία

Τρίβω, κονιορτοποιῶ ἐντὸς γουδιˬοῦ: ᾽Γδοκοπανίζω τὸν καφέ. Συνών. γουδιˬάζω, γουδοτρίβω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/