γουδοχέρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γουδοχέρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γουδοχέρι τό, κοιν. καὶ Τσακων. (Χαβουτσ.) γουδοχέρ᾽ Προπ. (Ἀρτάκ.) Τσακων. (Χαβουτσ.) γουδουχέρι Ἤπ. Μακεδ. (Μελέν.) ᾽ουδοχέρι Νάξ. (Ἀπύρανθ.) γουδουχέρ᾽ Θεσσ. (Πήλ) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Ἀμόρ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Βόιον Κολινδρ.) Στερελλ. (Χρισ.) γ᾽δουχέρ᾽ πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. ᾽γδοχέρι Θήρ. Ἰων. (Κρήν. Κάρπ. Κύπρ. Τῆλ. κ.ἀ.) - Λεξ. Βάιγ. ᾽γδοχέριν Κύπρ. ᾽γδοέριν Χίος (Πισπιλ.) γdοέριν Κύπρ. ᾽χτοέριν Κύπρ. (Κυθρ. Λευκωσ. κ.ἀ.) ᾽κτοέριν Κύπρ. ᾽χτουέριν Κύπρ. (Γερμασ. κ.ἀ.) ᾽γτοχέρι Κάρπ. (Μεσοχώρ.) γουδόχερο Ἄνδρ. Κυκλ. (Δονοῦσ.) Μύκ. Ναύστ. Πάρ. Πελοπν. (Μεσσην. κ.ἀ.) Προπ. (Μαρμαρ.) Τῆν. (Πυργ.) - Λεξ. Περίδ. Βυζ. Μ. Ἐγκυκλ. Ἐλευθερουδ. Πρω. Δημητρ. γουδόχιρο Ἰων. (Ἀϊδίν. Σμύρν.) γ᾽δόχιρου Θεσσ. (Τρίκερ.) Λέσβ. Λῆμν. Σάμ. ᾽γδόχερο Χίος (Βροντ. Λιθ. Πυργ. κ.ἀ.) ᾽χτόχερο Χάλκ ᾽γdιˬόσερο Ρόδ. βουδόχερο Θήρ. (Οἴα) γ᾽δόχιρους ὁ, Ἴμβρ. Λέσβ. γ᾽δόχιρας Μ. Ἀσία (Κυδων.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γουδὶ καὶ χέρι. Ὁ τύπ. ᾽γδοχέρι καὶ εἰς Γερμ. Διὰ τὸν τύπ. γουδόχερο πβ. Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 2,171. 1) Ὁ κόπανος τοῦ ἰγδίου, τὸ ἀρχ. δοῖδυξ ἢ ὕπερος, μεταλλικός, ξύλινος ἢ λίθινος κοιν. καὶ Τσακων. (Χαβουτσ.): Φέρε τὸ γουδοχέρι νὰ στουμπίσω τὰ σκόρδα Πελοπν. (Κυνουρ.) Τὸ σιδερένιˬο γουδοχέρι χαλάει τὸ γουδὶ τὸ ξύλινο αὐτόθ. Ἀραθυμῶ τσὶ τοὺ γ᾽δόχιρου σαβούρd᾽ξα κατὰ πάνου τσ᾽ μ᾽ ἕνα θ᾽μὸ Λέσβ. Καί, κάνοντας τὸ σταυρό της, σήκωσε τὸ μαρμαρένιˬο γουδοχέρι καὶ τῆς τὸ τσάκισε γιˬὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ Π. Νιρβάν., Ἀγριολούλ., 56 || Παροιμ. φρ.:
Σημασιολογία
Τὸ γουδὶ τὸ γουδοχέρι | καὶ τὸν κόπανο ᾽ς τὸ χέρι (ἐπὶ τῶν ἐπιμενόντων εἰς τὰ αὐτὰ) Πελοπν. (Γαργαλ. Κυνουρ.) κ.ἀ. Ἡ παροιμ. φρ. εἰς παραλλαγ. πολλαχ. Τὸ γουδὶ τὸ γουδοχέρι, | τσάκισε κοπάνισε (ὁμοίως) Πελοπν. (Ἄργ.) || ᾎσμ. Ἀπ᾽ ὅλου σου τοὺ προσώπου ἡ μύτη σου μ᾽ ἀρέσει, ποὺ εἶναι σὰ γουδόχιρο καὶ κρέμεται νὰ πέσῃ Ἰων. (Σμύρν.) Συνών. βόλι 5, βόλος Α1 2. 2) Ἐργαλεῖον τυροκομικὸν διὰ τὴν ἀποβουτύρωσιν τοῦ γάλακτος Στερελλ. (Χρισ.) Συνών. δόνιστρο, καδόξυλο, μπουντινόξυλο, φουρλέτσι. 3) Εἰς συνθηματ. γλῶσσαν, τὸ ἀνδρικὸν μόριον Ἤπ. (Ζαγόρ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA