ἀσούρωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσούρωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀσούρωτος ἐπίθ. ἀσείρωτος Κρήτ. Ροδ κ.ἀ. ἀερουτους Ἴμβρ. ἀσούρωτος σύνηθ. ἀσούρουτους βόρ. ἰδιώμ. ἀσούρωτε Τσακων. ἀσούουτους Σαμοθρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. σουρωτὸς<σουρώνω, παρ’ ὃ καὶ σειρώνω.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ διηθημένος, ἀδιήθητος ἔνθ’ ἀν: ᾿Ασούρωτο ζουμί. ᾿Ασούρωτα μακαρόνια-φασόλια-χόρτα κττ. σύνηθ. Ἀσούρωτα... νερὰ ΠΒλαστοῦ ᾿Αργὼ 91. Συνών. ἄσητε. β) Ὁ μὴ μεθυσμένος σύνηθ.: Εἶναι ἀσούρωτος ἀπόψε. Ἀντίθ. σουρωμένος (ἰδ. σουρώνω). 2) Ὁ μὴ ἔχων πτυχάς, ἀπτύχωτος σύνηθ.: Ἀσούρωτο φουστάνι. ᾿Ασούρωτη κάλτσα. Συνών. ἀζάρωτος 1, ἀσούφρωτος 1. 3) Ὁ μὴ ἔχων τάξιν, ἀκατάστατος Στερελλ. (Κλών.): Ἄνθρουπους ἀσούρουτους.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/