γουζιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γουζιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γουζιˬάζω (ΙΙ) ἀμάρτ. γουζζω Πόντ. (Σάντ. Σταυρ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ γουζίν.

Σημασιολογία

Κτυπῶ τι μὲ τὸ ὀπίσθιον μέρος τῆς σφύρας διὰ νὰ τὸ ἐξομαλύνω ἔνθ᾽ ἀν.: Γουζζω τὸ λιθάρ᾽ νὰ κεῖται καλά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/