γουζιˬὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γουζιˬὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γουζιˬὸς ὁ, Ἀντίπαξ. Παξ.
Ετυμολογία
Ἐξ ὀνοματοπ.
Σημασιολογία
Τὸ πτηνὸν Ἔποψ ὁ κοινὸς (Upupa epops) τῆς οἰκογ. τῶν Ἐποπιδῶν (Upupidae) ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. ἀγριˬοκόκορας 1, ἀγριοκοκόρι 2, ἀγριοκόκοτος, ἀγριοπάπουζας, ἀγριοπετεινός, ἀλεττοράι dῆς ὀσ-σείας (= τοῦ βουνοῦ), ἀλεττόρι dῆς ὀσ-σείας, γιˬαλοπετεινὸς 1, ἔποπας, κατσούλης, κατσουλοαλεχτοράκι, κατσουλοπετείναρο, κατσουλοπετεινός, μπαμτζέλι, μπούμιτσας, ξυλοκόκορας, ξυλοκόκοττας, παρδαλοαλέχτορας, παρδαλόφτερος, πετεινάρι, ποῦπος, πούπουζας, κουπούξιˬος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA