γκαρδιˬόβεργα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκαρδιˬόβεργα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γκαρδιˬόβεργα ἡ, Πελοπν. (Καλάβρυτ. Κλειτορ.) γκαρδιˬόβιργα Θεσσ. (Μυρόφυλλ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) γκαρδόβιργα Στερελλ. (Λεπεν.) καρδόβιργα Στερελλ. (Καλοσκοπ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γκάρδιˬος, διὰ τὸ ὁπ. βλ. ἐπίθ. γκάρδιˬος.

Σημασιολογία

Λεπτὴ κυλινδρική ράβδος καλαμίνη, ξυλίνη ἢ σιδηρᾶ τιθεμένη ἐντὸς ἐπιμήκους γλυφῆς τοῦ προσθίου ἢ ὀπισθίου ἀντίου τοῦ ὑφαντικοῦ ἀργαλειοῦ πρὸς συγκράτησιν τοῦ ὑφαινομένου παννίου καὶ τοῦ στήμονος πέριξ τῶν δύο ἀντίων ἔνθ᾽ ἀν.: Ἅμα δέσουμε οὕλες τὶς κλωνές, περνᾶμε μέσα στ’ αὐλάκι τοῦ ἀντιˬοῦ μιὰ βέργα, τὴ γκαρδιˬόβεργα, κ’ ἔτσι σφίγγει τὸ νέμα ’ς τ’ ἀντὶ Πελοπν. (Κλειτορ.) Συνών. ἀναγκάρδι, ἀντιγκάρδι, βέργα Α5, γκαρδιˬόκαλε, γκαρδιˬόξυλο, γκαρδιˬόπιττα 2, γκάρδιˬος Β1, γκαρδιˬότρα, γκαρδιˬούλα, κάρδος, σαγίττα, σωκαρδάτσι, τσίτα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/