γκαρδιˬόπιττα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκαρδιˬόπιττα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γκαρδιˬόπιττα ἡ, ἐνιαχ. gαρδόπιττα Κρήτ. (Σέλιν.)

Ετυμολογία

᾽Εκ τοῦ οὐσ. γκάρδιˬος, διὰ τὸ ὁπ. βλ. ἐπίθ. γκάρδιˬος, καὶ τοῦ οὐσ. πίττα, κατ’ ἀντίστροφον τάξιν συντελεσθέντων ἀντὶ τοῦ πιττόγκαρδιˬος.

Σημασιολογία

1) Ξύλον κυλινδρικόν, διὰ τοῦ ὁποίου ἀνοίγουν φύλλον ζύμης. Συνών. πιττόβεργα, πιττόκαλη, πιττόξυλο, πλάστης. 2) Κατά πληθ., κάλαμοι χρησιμεύοντες εἰς τὸν ὑφαντικὸν ἱστὸν διά τήν συγκράτησιν τοῦ πρὸς ὕφανσιν στήμονος. Συνών. βλ. εἰς λ. γκαρδιˬόβεργα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/