γκάρδιˬος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκάρδιˬος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γκάρδιˬος ὁ (Ι), πολλαχ. ἐγκάρδιˬος ’Αμοργ. Σῦρ. gάρδιˬος ’Αμοργ. Κρήτ. (’Ανατολ. ᾽Αρχάν. Βιάνν. Μονοφάτσ. Νεάπ. Ρέθυμν κ.ἀ.) Κύθηρ. Κύθν. Νάξ. (᾽Απύρανθ. κ.ἀ.) Πελοπν. (᾿Αναβρ. ᾽Αρεόπ. Κορών. Λεῦκτρ.) κάρδιˬος Κρήτ. (Βιάνν.) κάργιˬος Πελοπν. (Δημητσάν.) γκάρδης Πελοπν. (᾽Ολυμπ.) gάρδης Καστ. Κρήτ. (Κίσ. Σέλιν. κ.ἀ.) gάρδ’ς Λευκ. κάρδης Κρήτ. (Σέλιν.) κάρδας Κρήτ. (Μυλοπότ.) κάρδους Στερελλ. (’Αράχ. Λεπεν.) ἔγκαρδος Ἴος Κίμωλος Σίκιν. Σίφν. Φολέγ. ἔgαρδος Κύθν. Οὐδ. γκάρδιˬο Μῆλ. -Λεξ. Δημητρ. gάρδιˬου Θήρ. Κρήτ. (᾿Ανώγ.) Πελοπ. (Μάν.) ἐγκάρδι Αἴγιν. Πελοπν. (Βυτίν.) ἐgάρδι ’Αντικύθ. Κρήτ. γκάρδι Λεξ. Βλαστ. 315 gάρδι Καστ. Πάρ. gάρδ’ Λέσβ. gάρ’ Λέσβ. κάρ’ Λέσβ. gιˬάρδι ’Ιθάκ. ἀγκάρδι Σίκιν. ἀγκάδρι Χίος (Μεστ. κ.ἀ.) ἀgάρ’ Θάσ. Λέσβ. Πληθ. gάρδια Πάρ. ἔgαρδα Ἴμβρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ’Ιταλ. οὐσ. cardine = ὁ στροφέας, ὁ μεντεσές, ὁ ρεζές. ’Αμφίβολη ἡ ἐτυμολ. ἐκ τοῦ ἀρχ. ἑλλην. ἐγκάρδιος.
Σημασιολογία
1) Λεπτὴ κυλινδρικὴ ράβδος καλαμίνη, ξυλίνη ἢ σιδηρᾶ τιθεμένη ἐντὸς ἐπιμήκους ἐγκοπῆς τοῦ προσθίου ἢ ὀπισθίου ἀντίου τοῦ ὑφαντικοῦ ἀργαλειοῦ πρὸς συγκράτησιν τοῦ ὑφαινομένου παννίου καὶ τοῦ στήμονος πέριξ τῶν δύο ἀντίων ’Αμοργ. ᾿Αντικύθ. Εὔβ. (Πλατανιστ.) Θάσ. Θήρ. Καστ. Κίμωλ. Κρήτ. (᾽Ανώγ. ’Ανατολ. ᾽Αρχάν. Βιάνν. Σέλιν. κ.ἀ.) Κύθηρ. Κύθν. Λέσβ. Λευκ. Μῆλ. Νάξ. (’Απύρανθ.) Πάρ. Πελοπν. (’Αναβρ. Ἀρκαδ. Βερεστ. Βούρβουρ. Δημητσάν. Κορών. Λεῦκτρ. Μάν. Μεσσην. Οἰν. Ὀλυμπ. Παιδεμέν. Παλαιοχ. Πιάν. Σκορτσιν. Χατζ.) Σίκιν. Σίφν. Στερελλ. (᾽Αράχ. Λεπεν.) Σῦρ. Φολέγ. Χίος-Λεξ. Βλαστ. 315. Δημητρ.: ᾿Επετάχτη ὁ γκάρδης ἀπὸ τ’ αὐλάκι κ᾽ ἐξετυλίχτη τὸ παννὶ Πελοπν. (’Ολυμπ.) Ἔπεσε ὁ κάρδος, φέρ’τε τὸ στσοινὶ νὰ κρεμάσωμε τὸ παννὶ Εὔβ. (Πλατανιστ.) Ἤπεσεν ὁ gάρδιˬος Νάξ. (᾽Απύρανθ.) ’Σ τὸ ἀdὶ ἁπλώνουμε τὸ νῆμα καὶ τὸ στερεώνουμε μὲ τὸ gάρδιˬο Πελοπν. (Μάν.) Ἔπεσ’ ὁ γκάρδιˬος ’πὸ τὸ πισάdι Πέλοπν. (Παιδεμέν.) Μώρ’ γιˬὰ σταμάτα νὰ πέσῃ ὁ γκάρδιˬος νὰ ἰδοῦμε τί παιδὶ θὰ κάνῃ ἡ νυφαργιˬά μας Πελοπν. (Βερεστ.) Τὸ ἀdὶ ἔχει μέσα μιὰ χαραμάδα καὶ bαίνει ὁ ἔgαρδος Κύθν. || ᾎσμ. Τώρα ποὺ βγῆκε ὁ ἔγκαρδος κ’ ἡ τελευταία κούτσα, χορεύγει κ᾿ ἡ γυναῖκα μου μὲ τὰ παλιˬὰ παπούτσια (μετὰ τὸ τέλος τῶν διασκεδάσεων τῶν ’Απόκρεων) Σίφν. Συνών. βλ. εἰς λ. γκαρδιˬόβεργα. β) Συνεκδ., ἡ κατὰ μῆκος τοῦ ἀντίου ἐγκοπὴ εἰς τὴν ὁποίαν τοποθετεῖται ὁ «γκάρδιˬος» Πέλοπν. (Μεσσην.) Συνών. γκάρδιˬωμα 2. 2) Λεπτοὶ καὶ μακροὶ κάλαμοι διερχόμενοι διὰ τῶν ὑφαινομένων νημάτων, περὶ τοὺς ὁποίους στρέφονται τὰ «καλαμοκάννια» Κρητ. (Βιάνν. Νεάπ Ρέθυμν κ.ἀ.) Πελοπν. (Βυτίν.) 3) Ὁ σιδηροῦς ἄξων τῆς σαγίττας περὶ τὸν ὁποῖον στρέφεται τὸ «μασούρι» Πελοπν. (Βούρβουρ.) Συνών. σαϊττόβεργα. 4) Μέρος τοῦ ξαντικοῦ τόξου, ἤτοι ξύλον διατεῖνον ἀπὸ τοῦ μέσου τοῦ τόξου μέχρι τῆς χορδῆς Χίος (Μεστ. κ.ἀ.) Συνών. ἀντιβέργι, ἀντιδόξαρο, ἀντικόρδι. 5) Ἕνα ἀπὸ τὰ μέρη τῆς ξυλίνης κλειδαριᾶς Πάρ. Σίκιν. Τῆν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA