γούζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γούζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γούζω Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Λέξις πεποιημένη.

Σημασιολογία

Ἐπὶ περιστερῶν, παράγω τοὺς γνωστοὺς κρωγμούς τοῦ πτηνοῦ: Σὰν περιστέριˬα... καμαρωτὰ δὲ γούζουν. Συνών. γουγουλίζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/