γούλα (ΙΙ)
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γούλα (ΙΙ)
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γούλα ἡ, (ΙΙ) Εὔβ. (Κάρυστ.) Θήρ. Ἰκαρ. Ἰων. (Κρήν.) Καππ. (Σινασσ.) Κρήτ. (Ἅγιος Γεώργ. Ἀνατολ. Νεάπ. Ραμν. Ρέθυμν. κ.ἀ.) Κύθηρ. Κύθν. Πελοπν. (Γαργαλ. Γέρμ. Τριφυλ. κ.ἀ.) Σίφν. Σῦρ. Τῆν. (Κτικ.) Τσακων. Χίος - Λεξ. Βάιγ. Δημητρ. γούα Τσακων. ᾽ούα Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Τὸ Βυζαντ. οὐσ. γούλα, βλ. Πρόδρομ. 4, 129g (ἔκδ. Hesseling – Pernot, σ. 78) «καὶ κἂν ψωμίν ὁ κηπουρὸς νὰ χόρταινα καὶ γούλας», ὁμοίως Διήγ. Παιδιόφρ. στ. 601 - 602 (ἔκδ. Wagner, σ. 162) «ἔχουν το εἰς τὰ λάχανα, τὰ λέγουσιν ὀφρύγια, | καὶ εἰς τὰς γούλας τὰς χοντράς, τὰς λέγουνε κουροῦκλες». Ἡ λ. καὶ εἰς Σομ.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἀποφλοιωμένος βλαστὸς τῆς κράμβης ἢ ὁ βλαστὸς καὶ ἡ βολβώδης ρίζα διαφόρων χόρτων Ἰκαρ Ἰων. (Κρήν.) Καππ. (Σινασσ.) Κρήτ. (Ἀνατολ. Νεάπ. Ραμν. κ.ἀ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Σῦρ. Τῆν. (Κτικ.) Τσακων. Χίος - Λεξ. Βάιγ.: Καθάρισέ μου τὴ γούλα τοῦ φρύου ἁποὺ μ᾽ ἀρέσει (φρύο = ἀνθοκράμβη) Ραμν. Ἡ ᾽ούα dοῦ χόρτου Ἀπύρανθ. Ἡ κεφαλή, ἡ ᾽ούα καὶ τὰ φύλλα dοῦ κρομμυδιˬοῦ αὐτόθ. 2) Διάφορα εἴδη τοῦ φυτοῦ κράμβη (Brassica) τῆς οἰκογ. τῶν Σταυρανθῶν (Cruciferae), ὡς: α) Κράμβη ἡ λαχανώδης κεφαλωτὴ (Brassica oleracea capitata) Κύθηρ. Τσακων.: ᾎσμ. Πάνω ᾽ς τοῦ Τσικαλογιˬάννη, ᾽ς τὴν ἀψηλὴ κουρκούλα περάσανε δυˬὸ κοπελιˬὲς καὶ δὲ μ᾽ ἀφῆσαν γούλα (κουρκούλα = μεγάλη πέτρα) Κύθηρ. Συνών. κράμπη, κραμπί, κραμπολάχανο, κραμπούνι, λάχανο, μάπα, φυλλάδα, φρύο. β) Κράμβη ἡ λαχανώδης γογγυλοκράμβη (Beta oleracea caulorapa ἢ gogyloides) Θήρ. Πελοπν. (Γαργαλ. Τριφυλ.) Συνών. ράπα γ) Κράμβη ἡ ἀγρία. ἢ ἄλλως Κράμβη ἡ κρητικὴ (Brassica cretica) Θήρ. Κρήτ. (Ρέθυμν. κ.ἀ.) Συνών. ἀγριολάχανο 2. 3) Τὸ φυτὸν Τεῦτλον ἢ Σεῦτλον τὸ σικελικὸν (Beta sicula) τῆς οἰκογ. τῶν Χηνοποδιιδῶν (Chenopodiaceae) Κρήτ. (Ἅγιος Γεώργ.): Ἤβαλ᾽ ἀgουανὸ ᾽ς τή γούλα καὶ ἐθέριˬεψε (ἔβαλα λίπασμα εἰς τὰ τεῦτλα καὶ μεγάλωσαν πολύ). Συνών. παζί, σέσκουλο. β) Τὸ φυτὸν Τεῦτλον τὸ σαρκόρριζον (Beta rapa ἢ rapacea) τῆς οἰκογ. τῶν Χηνοποδιιδῶν (Chenopodiaceae) Θήρ. Συνών. γουλὶ (ΙΙ) 5, κοκκινογούλι, παντζάρι. 4) Τὸ φυτὸν Σκόλυμος ὁ ἱσπανικὸς (Scolymus hispanicus) τῆς οἰκογ. τῶν Συνθέτων (Compositae) Κρήτ. Συνών. ἀσπράγκαθο 5, σκόλυˬαμπρο, σκολύμπρι, σκόλυμπρος, σκόλυˬος. 5) Ἡ σκελὶς τοῦ σκόρδου καὶ τῶν διαφόρων κιτρωδῶν Εὔβ. (Κάρυστ.) - Λεξ. Δημητρ.: Ἔφαγε μιˬὰ γούλα σκόρδο Κάρυστ. Δῶσε μου μιˬὰ γούλα πορτοκάλι αὐτόθ. Συνών. ἀγλῖθα, λουβί, πυρούδα, σκελίδα, φέτα. 6) Τὸ ἐδώδιμον μέρος τοῦ ἀμυγδάλου, καρύου ἢ διαφόρων ὀσπρίων ἢ πυρηνοκάρπων μετὰ τὴν ἀφαίρεσιν τοῦ λοβοῦ, τὸ ἀποφλοιωμένον Εὔβ. (Κάρυστ.) Σίφν. - Λεξ. Δημητρ.: Σπάσαμε τὰ καρύδιˬα τσαί τὰ κάμαμε γοῦλες Κάρυστ. Φέρτε τὰ κουκκιˬὰ νὰ ντὰ κάμωμε γοῦλες αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA