γκαρδιˬώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκαρδιˬώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γκαρδιˬώνω (Ι) ἐγκαρδιώνω λόγ. σύνηθ. γκαρδιˬώνω Εὔβ. Ἤπ. ᾿Ιων. (Κρήν) Πελοπν. (᾽Αρκαδ. Ξηροκ.) gαρδιˬώνω Θήρ. Κρήτ. (Σητ. κ.ἀ.) Μέγαρ. γκαρδιˬώνου Εὔβ. (Στρόπον.) Θεσσ. (Δομοκ.) Στερελλ (Αἰτωλ. ’Αχυρ.) gαρδιˬώνου Σάμ. γκαρδιˬών-νου Λυκ. (Λιβύσσ.) γκαρτιˬών-νου Λυκ (Λιβύσσ.) νgαρdιˬών-νω Ρόδ. γκαρδιˬούου Τσακων. Μέσ. γκαρδιˬώνομαι ’Ιων. (Κρήν. κ.ἀ.) Πελοπν. (Ξηροκ.) gαρδιˬώνομαι Θήρ. Κρήτ. Μέγαρ. γκαρδιˬώνουμι Στερελλ. (Αἰτωλ) gαρδιˬώνουμι Σάμ. γκαρτιˬών-νουμι Λυκ. (Λιβύσσ.) γκαρδιˬουούμενε Τσακων. καρδιˬώνομαι Θρᾴκ. (Καλλικράτ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ Βυζαντ. ἐγκαρδιώνω. Οἱ τύπ. ἐγκαρδιˬώνω, ἐγκαρδιˬώνομαι, ἐγκαρδιˬωμένος καὶ εἰς Σομ. Ὁ τύπ. γκαρδιˬώνω καὶ Ὑστεροβυζαντ. Βλ. Λεξ. Ε. Κριαρᾶ, εἰς λ. ἐγκαρδιώνω.
Σημασιολογία
Α) ’Ενεργ. 1) Μετβ., ἐνθαρρύνω, ἐμψυχώνω κάποιον Εὔβ. (Στρόπον.) Ἤπ. Ἰων. (Κρήν.) Λυκ. (Λιβύσσ.) Πελοπν. (’Αρκαδ. Ξηροκ.) Ρόδ. Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ. ’Αχυρ.): Μὲ gκάρδιˬωσε ’Αρκαδ. Γκαρδιˬώνου τὰ σκ’λλιˬὰ (τά παρορμῶ ἐναντίον τινὸς) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Πές του, μουρὲ πιδί μ᾽, κὶ μὶ γκάρδιˬουσις νιˬὰ ψίχα (νιˬὰ ψίχα=ὀλίγον) Στερελλ. (Ἀχυρ.) Μ’ ἔκαμις νὰ γκαρδιˬώνου μ’ αὐτὰ π’ μοῦ ’πις αὐτόθ. Εἶχα φουβηθῆ πουλύ, ἀλλὰ οὑ Γιά’ς μὶ gάρδιˬουνι Σάμ. Ἡ σημ. καὶ Ὑστεροβυζαντ. Βλ. Λεξ. Ε. Κριαρᾶ εἰς λ. ἐγκαρδιώνω. «Ὁ Θεὸς ὁ δυνατὸς νὰ σᾶς ἐγκαρδιώση» 2) Λυπῶ, προσβάλλω κατάκαρδα διὰ λόγων ἤ ἔργων Λυκ. (Λιβύσσ): Μ ’ ἠγκάρτιˬωσις κὶ βαρουκάρτιˬασιν ἡ καρτιˬά μου. Νὰ τὴμ ποῦ μιˬὰγ γκουβένταν νὰ τὴγ γκαρτιˬώσου. 3) ’Αμτβ., ἐγκαρδιώνομαι, ἐμψυχώνομαι Εὔβ. Θεσσ. (Δομοκ.) Θήρ. Στερελλ. (᾿Αχυρ.) β) ᾿Ενδυναμώνομαι σωματικῶς Τσακων.: Δί ’νι γκανιˬὰ κίσα νὰ γκαρδιˬούῃ, γιˬατσ’ ὸ θὰ μπορέρε νὰ καμέρε σάτσι (δός του κανένα κριθάρι νά δυναμώση, γιατὶ δὲν θὰ μπορέσῃς νὰ σπείρῃς ἐφέτος, ἐνν. μὲ τὸ ζῷον ἀδύνατον). Β) Μέσ. 1) ᾿Εμψυχώνομαι, ἀποκτῶ θάρρος, τόλμην, γενναιότητα Θήρ. ᾽Ιων. (Κρήν.) Πελοπν. (Ξηροκ.) Σάμ. Στερελλ (Αἰτωλ): Γκαρδιˬουθῆκαν οἱ θ’κοί μας, ἅμα εἶδαν τ’ βουήθε͜ια Στερελλ. (Αἰτωλ.) Μετὰ πολὺ φόβο κὶ εὐτὸς ἠγκαρδιˬώθηκένε κ’ ἠπῆε κοντὰ ’Ιων. (Κρήν.) ’Σ τὴν ἀρχὴ ἀπ’ ἄκ’σα τοὺ βρόdου, μ’ ἔπιˬασι τριμούλα. Gαρδιˬώθ’κα ὅμους ! Σάμ. Ἡ σημ. καὶ Ὑστεροβυζαντ. Βλ. Λεξ. Ε. Κριαρᾶ εἰς λ. ἐγκαρδιώνω «εἰς ἐμένα περισσὰ ἔρχεται τοῦτο (ἐνν. τὸ ὄνομα) πάντα, ὅταν ἐγκαρδιώνομαι» Σοφιαν., Κωμῳδ. Ricchi 219. 2) Αἰσθάνομαι μεγάλην ἀγάπην διά κάποιον, διὰ κάτι Α. Κρήτ. Θρᾴκ. (Καλλικράτ.) Στερελλ. (᾽Αχυρ.): Ὥστο νὰ τόνε ’δῶ τὸν ἄθρωπο κειˬονέ, τὸν gαρδιˬώθηκα Α.Κρήτ. Μόλις τὸν εἶδε, τὸν καρδιˬώθηκε Θρᾴκ. (Καλλικράτ.) ’Ιγὼ δὲ γκαρδιˬώνουμι εὔκολα τὰ πράματα (δὲν βλέπω τὰ ζῷα με «καλὸ μάτι» καὶ τά βασκαίνω) Στερελλ. (’Αχυρ.) β) ’Απροσ., γίνομαι προσφιλὴς Μέγαρ.: Μοῦ ἀρέσει πολύ, μοῦ gαρδιˬώθη τσεῖνος ὁ ἄθρωπος. γ) Σκέπτομαι κάτι ἐντόνως, προαισθάνομαι Κρήτ. (Σητ. κ.ἀ.): Ὅ,τι νὰ gαρδιˬωθῶ ᾽να bρᾶμα, ἀβόλετό ’ναι νὰ μὴ βγῇ Α. Κρήτ. ’Εgαρδιˬώθηκά το ’γὼ πὼς ἤθελα πάει νὰ μὲ bλέξῃ αὐτόθ. Γροικῶ τὸ νοῦ μου καὶ γυρίζει κουλουμούdριˬα καὶ τὸ gαρδιˬώνομαι πὼς ἡ γιˬ ἀθρωπιˬὰ ἐχάθηκε ἀποὺ τὸ gόσμο Δ. Κρήτ. Θωρεῖ τον ἡ κερὰ dου καὶ gαρδιˬώνεται πὼς ποθὲς ’ς τὴ στράτα ἐξεζώστηκε (ποθὲς=κάπου) αὐτόθ. Μὴ τὸ gαρδιˬώνεσαι, κιˬ ὀγλήγορα θὰ περάσῃ Σητ. Ἅμα θὰ τὸ gαρδιˬωθῶ ἕνα bρᾶμα, πρέπει νὰ τὸ πῶ γιὰ νὰ ξεσκάσω αὐτόθ. Μετοχ. 1) ’Εμψυχωμένος, θαρραλέος Στερελλ. (Αἰτωλ): Γκαρδιˬουμέ’ γυναῖκα πῆρις ! Τί γκαρδιˬουμένου πιδὶ ἔεις ! Εἶμι γκαρδιˬουμένους τώρα ἀπ’ τὰ πιδιˬά μ’. 2) ’Ενδυναμωμένος σωματικῶς Τσακων.: Εἶνι γκαρδιˬουτοὶ σάτσι οἱ βάοι (εἶναι δυναμωμένα ἐφέτος τὰ ἀρνιά).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA