ἀσπαλαθεˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσπαλαθεˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀσπαλαθεˬὰ ἡ, Κρήτ. –ΠΓεννάδ. 151 –Λεξ. Ἐλευθερουδ. Βλαστ. 463 Δημητρ. ἀσπαλαθκεˬὰ Κύπρ. ἀσπαλαθ-θὰ Ροδ. ἀσπαλαχτεˬὰ Πελοπν. (Καλάβρυτ.) ’σπαλαθεˬὰ Ἰκαρ. Μεγίστ. ᾿σπαλαθὲ Ἰκαρ. ᾿σπαλαθκεὰ Κύπρ. ᾿σπαλαθρεˬὰ Μακεδ. (Χαλκιδ.) ἁαλία Τσακων.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀσπάλαθος καὶ τῆς καταλ. -εˬά.

Σημασιολογία

Ἀσπάλαθος 1, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Παροιμ. Ἔφκεν ἓ βάτος ποῦ τσεντᾷ τσ᾿ ἑ ᾿σπαλαθεˬὰ ποὺ μπλέσει (ἐπὶ κακοποιῶν ἀναχωρούντων ἐκ τοῦ τόπου δράσεώς των) Μεγίστ. || ᾎσμ. ᾿Ασπαλαθ-θά μου, τί κεντᾷς, βάτε, τί μὲ ᾿γκυλώνεις; Ἐκεῖ ποῦ δὲ σὲ θέλουσι τι’ πᾶς καὶ ξεφυτρώνεις; Ρόδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/