γουλάδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γουλάδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γουλάδα ἡ. Πελοπν. (Λεῦκτρ. Πλάτσ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γούλα (Ι) καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -άδα.
Σημασιολογία
Γούλα (Ι) 7, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ᾽ ἀν.: Τὸ σταβάρι ἔχει καλὴ γουλάδα Πελοπν. (Λεῦκτρ.) Τὸ σταβάρι πρέπει να᾽ ᾽χῃ γουλάδα Πελοπν. (Πλάτσ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA