ἀσπαλάθι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσπαλάθι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀσπαλάθι τό, ἀμάρτ. ἀσπαλάθρι Παξ. ἀσπαλάτρι Κέρκ. –Δασ. βλάστ. δημώδ. 88 -Λεξ. ’Ελευθερουδ. Δημητρ. ἀσπολατθὶ Σύμ. ’σπαλάθι Πελοπν. (Γελίν.) ’σπαλάθ-θιν Κύπρ. Λυκ. (Λιβύσσ.) ’σπαλάθριου Σάμ. ’σπαλάθρι Πελοπν. (Μάν.) –Λεξ. Βλαστ. 463 ’σπαρλάθι Πελοπν. (Λεβέτσ.) ᾿σπερλάφι Πελοπν. (Λακων.) –Δασ. Βλάστ. δημώδ. 88 ᾿σφαλάχτι Πελοπν. (᾿Αρκαδ. Βούρβουρ.) –ΠΒλαστοῦ Ἀργὼ 17 -Λεξ. Βλαστ. 463 ᾿σφαλάχτι Εὔβ. (Στρόπον.) ᾿σφελάχτι Πελοπν. (Μεσσ.) ’σπαλάχτρι Πελοπν. (Τρίκκ.) ’σφαλάχτρι Πελοπν. (Βούρβουρ.) –Δασ. βλάστ. δημώδ. 88 ᾿σφαλάχτρ’ Στερελλ. (Δωρ.) ᾿σπαλάσ-σι Καλαβρ. (Χωρίο Ροχούδ.) ᾿σπολάσ-σι Καλαβρ. (Χωρίο Βουν. Χωρίο Ροχούδ.) ᾽σφαλάσ-σι Καλαβρ. (Κοντοφ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀσπάλαθος κατὰ τύπ. ὑποκορ.
Σημασιολογία
1) Ἀσπάλαθος 1, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Φρ. Ἐφύτρωσε μεταξύ τους ἀσπαλάθριˬα (ἀνεφύη διχόνοια) Παξ. || ᾌσμ. Καῆκαν τὰ ποδάριˬα μου χτυπῶντας τἀ ᾿σπαλάθριˬα καὶ βγῆκαν τὰ νυχάκιˬα μου χτυπῶντας τὰ πουρνάιˬρα Μάν. Ψυχή μου, ὅνταν σ’ ἀθ-θυμηθῶ ’ς τὰ ὄρη ποῦ γυρίζω μὲ τὰ ’σπαλάθ-θιˬα τὰ ξερὰ τὰ μ-μάδια μου σφογγίζω Κύπρ. –Ποίημ. ...Περνᾷ τὸ παρδαλὸ κοπάδι ταράζοντας ’ς τὸ διˬάβα του τ’ ἀγκαθωτὰ ’σφαλάχτιˬα ΠΒλαστὸς ἔνθ’ ἀν. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. ’Σπαλάθκιˬα Κύπρ. 2) Εἶδος ἀγριαπιδέας ὁμοιαζούσης μὲ ἀσπάλαθον Σύμ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA