γκαρισμάρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκαρισμάρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

γκαρισμάρα ἡ, σύνηθ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γκάρισμα καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -άρα.

Σημασιολογία

Μεγάλη, ἰσχυρὰ φωνὴ σύνηθ.: Δὲν μπορῶ νὰ ὑποφέρω ἄλλο τὶς γκαρισμάρες σου, γκρεμοτσακίσου ἀπὸ τὸ σπίτι μου καὶ πήγαινε κατ’ ἀνέμου σύνηθ. Συνών. ἀγριοφωνάρα, γαιˬδουροφωνάρα, γαιˬδουροφωνή, γκανισματιˬὰ 2, γκαρισιˬά 2, γκάρισμα 2, ξεφωνητὸ, σκούξιμο, σκουσμάρα, φωνάρα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/