γκαρισμὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκαρισμὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γκαρισμὸς ὁ, ἐνιαχ. gαρισμὸς Νάξ. (’Απύρανθ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. γκαρίζω.

Σημασιολογία

Γκάρισμα 1, τὸ ὁπ. βλ.: ’Σ τὸ gαρισμὸ ποὺ θὰ gαρίσῃ ὁ ’άδαρος, τρέχει νὰ δῇ εἶdα ’χει καὶ gαρίζει (ἐκ διηγ.) Νάξ. (᾽Απύρανθ.) || Παροιμ. Ὅπο͜ιος τσιγκλάει τὸ γάδαρο ἀκούει τοὺς γκαρισμούς του (τσιγκλάει=κεντᾷ· ὅτι δὲν πρέπει νὰ ἐρεθίζῃ τις τοὺς αἰσχρούς, διὰ νὰ μὴν ἀκούῃ τὰς αἰσχρολογίας των) Ι. Βενιζέλ., Παροιμ.2, 219, Ν. Πολίτ., Παροιμ. 3,348.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/