γκαρλάπα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκαρλάπα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
γκαρλάπα ἡ, Θεσσ. (Κρυόβρ.) Μακεδ. (Βρία Γήλοφ. Δεσκάτ. Μοσχοπόταμ. Πόρ.) γκαρλάμπα Μακεδ. (Δεσκάτ.)
Ετυμολογία
’Αγνώστου ἐτύμου.
Σημασιολογία
1) Διχαλωτὸν ξύλον εἰς τὸ ὁποῖον τοποθετοῦν τὸν λαιμὸν τοῦ αἰγοπροβάτου, ὥστε νὰ μείνῃ ἀκίνητον κατὰ τὴν κουρὰν Μακεδ. (Βρία Δεσκάτ.): Φέρ᾿ μου, μουρὴ μπάμπου, τοὺ ροῦντου πρόβ’του νὰ τοὺ βάλου ’ς τὴ γκαρλάπα νὰ τοὺ κ’ρέψου Δεσκάτ. 2) Ξύλινον ἐξάρτημα, εἰς σχῆμα Γ χρησιμοποιούμενον πρὸς ἀνάρτησιν μεταλλικοῦ σκεύους περιέχοντος γάλα καὶ τοποθετουμένου ἄνωθεν πυρᾶς κατὰ τὴν τυροκομίαν Μακεδ. (Πόρ.): ’Στὴ γκαρλάπα ἔβαζι ἡ τζουμπάνους τοὺ μπακράτσ’ κιˬ ἔβραζι τοὺ γάλα. β) Εἶδος ξυλίνης πυροστιᾶς εἰς σχῆμα Γ ἐπὶ τῆς ὁποίας, οἱ ποιμένες βράζουν τὸ γάλα Θεσσ. (Κρυόβρ.): Κάτσι ἰσὺ στὰ πρόβατα νὰ πααίνου ἰγὼ νὰ κόψου μιˬὰ γκαρλάπα, γιˬατὶ ἡ ἄ’ ἀχρήστιψι, δὲν κά’. 3) Ξύλινον ἐξάρτημα τοῦ ἀργαλειοῦ διὰ νὰ κρατᾷ τὸ νῆμα ᾿ίσον καὶ τεταμένον. Μακεδ. (Μοσχοπόταμ.): ’Σ τοὺ διˬασίδ’ ἐβανᾶμι κὶ τὴ γκαρλάπα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA