βαρέλλι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαρέλλι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βαρέλλι τό, βαρέλλιν Πόντ. (Οἰν.) βαρέλλι κοιν. βαρέλ-λι Ἰκαρ. Χίος (Πυργ.) βαρελλ’ Πόντ. (Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ κ.ἀ.) βαρέḍḍι Καλαβρ. (Μπόβ.) βαλλέριν Πόντ. (Κερασ.) βαλλέρι Ἤπ. (Δρόβιαν.) βαλλέρ’ Πόντ. (Ὄφ. Τραπ.) βαγέ’ Σαμοθρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἰταλ. barella. Ὁ τύπ. βαγέλλ' κατ' ἐπίδρασιν τοῦ συνων. βαγένι.
Σημασιολογία
1) Δοχεῖον συνήθως ξύλινον ἐκ συνηρμοσμένων σανίδων καὶ ἐξωγκωμένον περὶ τὸ κέντρον, ἐνίοτε δὲ καὶ μετάλλινον, κυλινδρικὸν καὶ διαφόρων μεγεθῶν χρήσιμον εἰς ἐναπόθεσιν οἴνου, ἐλαίου καὶ ἄλλων ὑγρῶν ἢ καὶ στερεῶν οὐσιῶν κοιν. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Φρ. Ἔγινε βαρέλλι (ἐπὶ τοῦ ἀναισθήτου ἐκ μέθης) σύνηθ. Γιˬόμισε τὸ βαρέλλι (ἐπὶ τῆς καταδήλου ἐγκυμοσύνης γυναικὸς) Πελοπν. (Γορτυν.) Χαλῶ τὸ βαρέλλι (ἀποσυνθέτω αὐτὸ πρὸς ἐπιδιόρθωσιν) Κρήτ. Κάνει τὰ ὀρθὰ βαρέλλια (πέφτει ἀνάσκελα καὶ σηκώνει τὰ πόδια) αὐτόθ. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπον Βαρέḍḍι καὶ τοπων. Καλαβρ. (Μπόβ.) Συνών. βαγένα 1. β) Μεταφ. ὁ πίνων ὑπερβολικῶς οἰνοπνευματώδη ποτὰ Πόντ. 2) Ὡς μέτρον χωρητικότητος σημαίνει ἑκασταχοῦ διάφορον περιεχόμενον ποσὸν κοιν.: Ἔκανα τόσα βαρέλλια κρασὶ-λᾴδι κττ. Συνών. βαρέλλα 2. 3) Τὸ ἐξ ἀργίλλου εἰδικῶς κατασκευαζόμενον δοχεῖον ἐντὸς τοῦ ὁποίου τήκεται ἡ ὑαλουργικὴ ὕλη ἐντὸς τοῦ εἰδικοῦ κλιβάνου Σῦρ. (Ἐρμούπ.) 4) Ἡ ὑδροχόη τοῦ μύλου. ἐνιαχ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. βαγένα 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA