γκαρσονιˬέρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκαρσονιˬέρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

γκαρσονιˬέρα ἡ, σύνηθ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ Γαλλ. garçonnière=μικρὸν διαμέρισμα ἀγάμου.

Σημασιολογία

Διαμέρισμα ἑνὸς δωματίου μετὰ βοηθητικῶν χώρων ἤ μοναδικὸν δωμάτιον χρησιμοποιούμενον ὡς κατοικία ὑπὸ ἑνὸς ἀτόμου, κυρίως ἀγάμου ἀνδρὸς σύνηθ.: Βολεύτηκε σὲ μιˬὰ μικρὴ φτηνὴ γκαρσονιˬέρα ’Αθῆν. Τὸ νοίκι ’ς τὶς γκαρσονιˬέρες εἶναι ἀκριβὸ σύνηθ. Ξέρω πὼς κάθεστε μόνος σας, πὼς τὸ σπίτι σας δὲν εἶναι παρά μιˬὰ γκαρσονιˬέρα Γ. Ξενόπ., Τρίμορφ. γυν 2, 224. β) Διαμέρισμα ἤ δωμάτιον μετ᾽ ἰδιαιτέρας εἰσόδου χρησιμοποιούμενον ὡς ἐντευκτήριον ἀνδρὸς μετὰ γυναικῶν σύνηθ.: Τὴν εἶδα νὰ βγαίνῃ κρυφὰ ἀπὸ τὴν πίσω πόρτα τῆς γκαρσονιˬέρας του. Χτὲς τὸ βράδυ ἡ τάδε κοιμήθηκε ’ς τὴ γκαρσονιˬέρα τοῦ φίλου της σύνηθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/