γκαρσονιˬερούλα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκαρσονιˬερούλα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

γκαρσονιˬερούλα ἡ σύνηθ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γκαρσονιˬέρα καὶ τῆς ὑποκορ. καταλ. –ούλα.

Σημασιολογία

Μικρὴ γκαρσονιέρα σύνηθ.: Μένει σὲ μιˬὰ γκαρσονιˬερούλα κοντὰ στὸ Λυκαβηττό. Νοικιˬάζει μιˬὰ γκαρσονιˬερούλα πολὺ χαριτωμένη καὶ βολικὴ σύνηθ. Ν’ ἀφίσουμε τ’ ὡραῖο μας σπιτάκι, τὴ γκαρσονιˬερούλα μας καὶ τὸ λαγὸ ποὺ μᾶς μαγείρεψε ἡ Σταμάτα Γ. Ξενόπ., Δὲν εἶμ’ ἐγώ, 71.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/