ἄσπαρτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄσπαρτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄσπαρτος ἐπίθ. σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) ἄσπαρτες Σκῦρ. ἄσπαρτους βόρ. ἰδιώμ. ἄσπειρτος Θρᾴκ. (Αὐδήμ.) Πόντ. (Ὄφ. Σάντ. Τραπ.) ἄειρτε Τσακων. ἄσπερτος Α.Ρουμελ. (Σωζόπ.) ἀνάσπαρτος Σύμ. ἄσπαρτας ὁ, Ἀμοργ.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ ἐπίθ. ἄσπαρτος. Ὁ τύπ. ἄσπειρτος, κατ' ἐπίδρασιν τοῦ ἐνεστ. σπείρω, ὃ δὲ ἄσπερτος τοῦ σπέρνω.

Σημασιολογία

1) Παθ. ὁ μὴ σπαρείς, ἐπὶ ἀγροῦ κττ. ἔνθ’ ἀν.: Ἄσπαρτος κῆπος. Ἄσπαρτο χωράφι σύνηθ. Χούρα ἄειρτη (χωράφι ἅσπαρτο) Τσακων. Συνών. ἄσπορος 1. β) Ὁ μὴ σπαρείς, ἐπὶ φυτῶν σύνηθ.: Καλαμπόκιˬα-κουκκιˬὰ-φασόλιˬα ἄσπαρτα σύνηθ. || Παροιμ. Ἄσπειρτα κιˬ ἀφύτρωτα | κιˬ ἀπρασινολόγητα (περὶ ἀπιθάνων καὶ ἀβεβαίων πραγμάτων) Θρᾴκ. (Αὐδήμ.) || Αἰνίγμ. Τί εἶναι τὸ ἄσπαρτο, τ᾽ ἀφύτευτο, τοῦ κόσμου τὸ βοτάνι; (τὸ ἅλας) ἀγν. τόπ. Ἄσπερτο κιˬ ἀφύτευτο, πῶς τρυπᾷ dὴ γῆ καὶ βγαίνει; (ὁ μύκης) Σωζόπ. 2) ᾽Ενεργ. ὁ μὴ σπείρας ἐνιαχ.: Εἴμαστε ἄσπαρτοι ἀκόμη Κέρκ. Συνών. ἄσπορος 2. 3) Τὸ οὐδ. ἄσπαρτο καὶ τὸ ἀρσεν. ἄσπαρτας οὐσ., τὸ φυτὸν ἠρύγγιον τὸ ἀρουραῖον (eryngium campestre) τοῦ γένους τοῦ ἠρυγγίου (eryngium) τῆς τάξεως τῶν σκιαδανθῶν (umbelliferae) Ἀμοργ. -Λεξ. Δημητρ. Συνών. ἀγκαθεˬὰ 4, τῆς ἀγάπης βοτάνι, μοσκάγκαθο, φιδάγκαθο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/