βαρελλίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαρελλίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βαρελλίζω, βαρελλίζ-ζω Σύμ. βαρελλίτζω Σύμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βαρέλλι.
Σημασιολογία
Κτυπῶ τὸ γάλα ἐντὸς βαρελλίου πρὸς ἐξαγωγὴν τοῦ βουτύρου. Μετοχ. βαρελλισμένος = ὁ στερούμενος βουτύρου: Μυζήθρα βαρελλισμένη (ἡ παρασκευαζομένη ἐκ γάλατος τοῦ ὁποίου άφῃρέθη τὸ βούτυρον).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA