βαρεˬοκαθίστρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαρεˬοκαθίστρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βαρεˬοκαθίστρα ἡ, ἀμάρτ. βαροκαθίστρα Πόντ. (Ἰνέπ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. βαρεˬὰ καὶ τοῦ οὐσ. καθίστρα.
Σημασιολογία
Οἱονεὶ κάθισμα βαρύ, κάθισμα μὴ ἐπιτρέπον εἰς τὸν καθήμενον ν᾿ ἀπομακρυνθῇ: ᾎσμ. Σαράντα κάτεργα’μαστε κ' ἑξήντα δυˬὸ φεργάδες... εἶχαν καὶ σκλάβους ὄμορφους ᾽ς σὰ σίδερα βαλμένους, ᾿ς σὰ σίδερα, ᾿ς σοὶς ἅλυσες καὶ ᾿ς σοὶ βαροκαθίστρες.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA