βαρεˬοχωρισμένος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαρεˬοχωρισμένος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
βαρεˬοχωρισμένος ἐπίθ. ΣΖαμπελ. ᾎσμ. Δημοτ. 755 βαρεˬουχουρισμένους Μακεδ. (Μάγ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. βαρεˬὰ καὶ τοῦ χωρισμένος μετοχ. τοῦ ρ. χωρίζω.
Σημασιολογία
Ὁ ἔχων τὸ δυστύχημα νὰ χωρίζεται ἀπὸ πρόσωπον ἀγαπητόν: ᾎσμ. Γιˬὰ δές τα τὰ βαρε͜ιόμοιρα τὰ βαρεˬοχωρισμένα, π᾿ ἂν δὲ φιλε͜ιῶνται ζωντανά, φιλε͜ιῶνται πεθαμένα ΣΖαμπέλ. ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA