βαρήκοος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαρήκοος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

βαρήκοος ἐπίθ. πολλαχ καὶ Πόντ. (Κοτύωρ. Χαλδ.) βαρήκουος Ἤπ. Νάξ. (᾿Απύρανθ.) Πόντ. (”Οφ.) κ.ἀ. βαρήκουους Μακεδ. (Σισάν. Χαλκιδ.) κ.ἀ.

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἐπίθ. βαρἠκοος. Τὸ βαρήκουος διὰ τὸ ἀκοὑω. Πβ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2, 282.

Σημασιολογία

Ι) Ὁ μὴ ἀκούων καλῶς, ὁ ὀλίγον κωφὸς ἔνθ' ἀν. Συνών. βαρεˬάκουος, βαρύκουφος. 2)'Απειθής Νάξ. (᾿Απύρανθ.) κ.ἀ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/