βαρίδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαρίδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βαρίδι τό, κοιν. βαρίδι Τσακων. βαρίδ’ βόρ. ἰδιώμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βάρος καὶ τῆς καταλ. –ίδι. Πβ. και μεταγν. βαρύδιον.
Σημασιολογία
1) Τὸ κινητὸν ἀντίβαρον τοῦ ζυγοῦ ἢ στατῆρος κοιν. καὶ Τσακων. Συνών. ἀντιζύγι 1 β) Πληθ., τὰ μικρὰ σταθμὰ κοιν. γ) Συνεκδ. πᾶν πρᾶγμα ἐξηρτημένον καὶ ΄αἰωρούμενον Κρήτ. κ.ἀ.: Φρ. Τὴ bέτρα τὴν ἔκαμαν βαρίδι (μετέφεραν αὐτὴν ἐπ' ὤμων ἐξηρτημένην ἐκ ξύλου) Κρήτ. δ) Πληθ., οἱ ὄρχεις Πελοπν. (Μάν.) Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀρχίδι 1. 2) Βολίς, στάθμη τῶν οἰκοδόμων Ἤπ. (Ζαγόρ.) Τσακων. κ.ἀ. 3) Τὸ κινητὸν ρόπτρον τοῦ κώδωνος Πελοπν. (Ἦλ.) 4) Ἐκκρεμὲς ὡρολογίου Θρᾴκ. (Αἶν.) Κρήτ. Ρόδ. 5) Ἐν τῇ ὑφαντουργίᾳ βάρος ἐξαρτώμενον ἐκ τοῦ στήμονος διὰ νὰ τηρῇ τοῦτο τεταμένον Θεσσ. Θήρ. Κρήτ. Κύθν. Νάξ. Πάρ. Πελοπν. (Κορινθ.) Ρόδ. Σέριφ. Σίφν. Σῦρ. Συνών. ἀντιβαρίδι. 6) Βάρος κρεμάμενον ὄπισθεν τῆς θύρας τῆς αὐλῆς διὰ νὰ κλείῃ αὕτη αὐτομάτως Ρόδ. 7) Γενικῶς βάρος Κύπρ.: Τὸ ᾽ισάτιν ἔει πολ-λὺν βαρίδιν (᾿ισάτιν=δισάκκι).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA