βαρικίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαρικίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βαρικίζω ἀμάρτ. βαρ’κίζου Μακεδ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. βαρικός.

Σημασιολογία

Ἐχω ὕδατα στάσιμα, εἶμαι ἑλώὃης: Βαρ᾽κίζ᾽ οὑ τόπους. Συνών βαρικοκρατῶ, βαρικοφέρνω, βαρικώνω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/